Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]].
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεος:''' атт. [[ὑπόπλεως]] 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπόπλεος:''' -ον, Αττ. -[[πλέως]], <i>-ων</i>, ο αρκετά [[γεμάτος]], [[πλήρης]], με γεν., δείματός εἰμι [[ὑπόπλεος]], είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεος:''' атт. [[ὑπόπλεως]] 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπόπλεος, ον,<br />[[pretty]] [[full]], c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am [[somewhat]] [[afraid]], Hdt.
|mdlsjtxt=ὑπόπλεος, ον,<br />[[pretty]] [[full]], c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am [[somewhat]] [[afraid]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:06, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπλεος Medium diacritics: ὑπόπλεος Low diacritics: υπόπλεος Capitals: ΥΠΟΠΛΕΟΣ
Transliteration A: hypópleos Transliteration B: hypopleos Transliteration C: ypopleos Beta Code: u(po/pleos

English (LSJ)

ον, Att. ὑποπλέως, ων, A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. I am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4. 2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.

German (Pape)

[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεος: атт. ὑπόπλεως 2 почти до краев полный, преисполненный (δείματος Her.; δακρύων τοὺς ὀφθαλμούς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.

Greek Monotonic

ὑπόπλεος: -ον, Αττ. -πλέως, -ων, ο αρκετά γεμάτος, πλήρης, με γεν., δείματός εἰμι ὑπόπλεος, είμαι κάπως φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπόπλεος, ον,
pretty full, c.gen., δείματός εἰμι ὑπ. am somewhat afraid, Hdt.