ὕσγινον: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />teinture écarlate.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὕσγη]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[φοῖνιξ]]¹, [[κόκκινος]]. | |btext=ου (τό) :<br />teinture écarlate.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὕσγη]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[φοῖνιξ]]¹, [[κόκκινος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕσγῑνον:''' τό (растительная) пурпурная краска Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕσγῑνον:''' τό, [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον κορμό του θάμνου, [[ὕσγη]], [[άλικος]], [[πορφυρός]], [[κατακόκκινος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὕσγῑνον:''' τό, [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον κορμό του θάμνου, [[ὕσγη]], [[άλικος]], [[πορφυρός]], [[κατακόκκινος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὕσγῑνον, ου, τό,<br />a dye from the [[shrub]] [[ὕσγη]], [[scarlet]], Anth. | |mdlsjtxt=ὕσγῑνον, ου, τό,<br />a dye from the [[shrub]] [[ὕσγη]], [[scarlet]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, a vegetable dye of bright crimson or scarlet colour, perhaps the A kermes (v. ὕσγη), Nic.Th.511, AP6.254 (Myrin.); hysginum, Vitr.7.14.1 (excygno codd.), Plin.HN9.140, 21.170, 35.45 (hygino, yyg-, yog-, id genus, codd.), Dig.32.1.78.5, Isid.Etym.19.17.15 (iscino): gen. sg. ισγινης Edict.Diocl.19.8; ισγενης, ib.24.9-12. 2 scarlet cloak, τὸ ἄλλο ζεῦγος τῶν ὑσγείνων POxy.531.17 (ii A. D.). [ῑ Nic. and AP ll. cc.; but ὑσγῐνόεις Nic.Th.870: the forms ισγινη, ισγενη point to a naturally short, ι, lengthd. metri gr.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
teinture écarlate.
Étymologie: DELG ὕσγη.
Par. φοῖνιξ¹, κόκκινος.
Russian (Dvoretsky)
ὕσγῑνον: τό (растительная) пурпурная краска Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὕσγῑνον: τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα χρῶμα ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι Γαλατικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ πρῖνος, Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].
Greek Monotonic
ὕσγῑνον: τό, χρωστική ουσία από τον κορμό του θάμνου, ὕσγη, άλικος, πορφυρός, κατακόκκινος, σε Ανθ.