πυροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui lance du feu ; [[οἱ]] πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lance du feu ; [[οἱ]] πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῠροβόλος''': -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ.
|elnltext=πυροβόλος -ον [πῦρ, βάλλω] subst. τὰ πυροβόλα machine om brandpijlen mee te schieten; Plut. Cam. 34.3; subst. οἱ πυροβόλοι brandpijlen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''πῠροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βγάζει [[φωτιά]]· <i>τὰ πυροβόλα</i>, ακόντια ή βέλη που πλήττουν με [[φωτιά]], δηλ. φλογοβόλα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''πῠροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βγάζει [[φωτιά]]· <i>τὰ πυροβόλα</i>, ακόντια ή βέλη που πλήττουν με [[φωτιά]], δηλ. φλογοβόλα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πυροβόλος -ον [πῦρ, βάλλω] subst. τὰ πυροβόλα machine om brandpijlen mee te schieten; Plut. Cam. 34.3; subst. οἱ πυροβόλοι brandpijlen.
|lstext='''πῠροβόλος''': -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />giving [[forth]] [[fire]]:— τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with [[fire]], Plut.
|mdlsjtxt=πῠρο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />giving [[forth]] [[fire]]:— τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with [[fire]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροβόλος Medium diacritics: πυροβόλος Low diacritics: πυροβόλος Capitals: ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pyrobólos Transliteration B: pyrobolos Transliteration C: pyrovolos Beta Code: purobo/los

English (LSJ)

ον, fire-darting, τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, LXX 1 Ma.5.61, Plu.Sull.9, Ant.66; gloss on πυρεῖα, Sch.S.Ph. 36.

German (Pape)

[Seite 823] Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance du feu ; οἱ πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.
Étymologie: πῦρ, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυροβόλος -ον [πῦρ, βάλλω] subst. τὰ πυροβόλα machine om brandpijlen mee te schieten; Plut. Cam. 34.3; subst. οἱ πυροβόλοι brandpijlen.

Greek Monolingual

-ο / πυροβόλος, -ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, -ον, Α
νεοελλ.
1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο
στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι
2. φρ. «πυροβόλα όπλα»
στρ. όπλα τα οποία βάλλουν βλήματα που προωθούνται και επιταχύνονται μέσα στον σωλήνα ή στην κάννη από τα αέρια καύσης της πυρίτιδας
μσν.-αρχ.
αυτός που εξακοντίζει φωτιά, που εκπέμπει φλόγα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει φλόγωση («πυριβόλοι πληγαί», Ευρ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυροβόλα
ακόντια ή βέλη που φέρουν φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

πῠροβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που βγάζει φωτιά· τὰ πυροβόλα, ακόντια ή βέλη που πλήττουν με φωτιά, δηλ. φλογοβόλα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροβόλος: -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ.

Middle Liddell

πῠρο-βόλος, ον, βάλλω
giving forth fire:— τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, Plut.