ἀμεμφία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "shd. " to "should ")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amemfia
|Transliteration C=amemfia
|Beta Code=a)memfi/a
|Beta Code=a)memfi/a
|Definition=ἡ, [[freedom from blame]], [[διαλλακτήρ|διαλλακτῆρι]] δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the [[mediator]] has no [[freedom]] from [[blame]] on the [[part]] of his [[friend]]s, A.Th.909; [[ἀμεμφίας χάριν]] = for [[avoidance]] of [[censure]], S.Fr.283. ([[ἀμεμφεία]] shd. perhaps be written in both passages.)
|Definition=ἡ, [[freedom from blame]], [[διαλλακτήρ|διαλλακτῆρι]] δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the [[mediator]] has no [[freedom]] from [[blame]] on the [[part]] of his [[friend]]s, A.Th.909; [[ἀμεμφίας χάριν]] = for [[avoidance]] of [[censure]], S.Fr.283. ([[ἀμεμφεία]] should perhaps be written in both passages.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 16:40, 7 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμφία Medium diacritics: ἀμεμφία Low diacritics: αμεμφία Capitals: ΑΜΕΜΦΙΑ
Transliteration A: amemphía Transliteration B: amemphia Transliteration C: amemfia Beta Code: a)memfi/a

English (LSJ)

ἡ, freedom from blame, διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις = the mediator has no freedom from blame on the part of his friends, A.Th.909; ἀμεμφίας χάριν = for avoidance of censure, S.Fr.283. (ἀμεμφεία should perhaps be written in both passages.)

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Unbescholtenheit, Aesch. Spt. 892: διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφία φίλοις, der Versöhner bleibt nicht ungetadelt von den Freunden, stellt sie nicht zufrieden.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμεμφεία LSJ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεμφία:v.l. = ἀμεμφεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμφία: ἡ, τὸ μὴ μέμφεσθαι, διαλλακτῆρι δ’ οὐκ ἀμεμφία φίλοις = ὁ διαλλακτὴρ δὲν εἶναι ἀπηλλαγμένος μομφῆς παρὰ τῶν φίλων αὑτοῦ Αἰσχύλ. Θ. 909· ἀμεμφίας χάριν, χάριν ἀποφυγῆς ἐπιπλήξεως, Σοφ. Ἀποσπ. 259. Ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει ἀμεμφεία.

Greek Monolingual

ἀμεμφία, η (Α) ἀμεμφής
(διορθώνεται σε ἀμεμφεία)
1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος
2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη.

Greek Monotonic

ἀμεμφία: ἡ, απαλλαγή από κατηγορία, ψόγο, επίκριση, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

[from ἀμεμφής (v. under ἄμεμπτος).]
freedom from blame, Aesch., Soph.