πολυπείρων: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῖρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:45, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπείρων Medium diacritics: πολυπείρων Low diacritics: πολυπείρων Capitals: ΠΟΛΥΠΕΙΡΩΝ
Transliteration A: polypeírōn Transliteration B: polypeirōn Transliteration C: polypeiron Beta Code: polupei/rwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (πεῖρας) A with many boundaries, manifold, λαός h.Cer.296. 2 with wide boundaries, opp. ἀπείρων, Orph.A.33.

German (Pape)

[Seite 668] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, λαός, H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;
2 p. ext. multiple, varié.
Étymologie: πολύς, πέρας.

Russian (Dvoretsky)

πολυπείρων: 2, gen. ονος имеющий много границ, т. е. занимающий много областей, весьма многочисленный (λαός HH).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπείρων: -ον, (πεῖρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, παντοδαπός, παντοειδής, εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ ἀπείρων, Ὀρφ. Ἀργ. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)
2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πείρων (< πέρας / πεῖρας, -ατος «όριο, σύνορο»), πρβλ. α-πείρων].

Greek Monotonic

πολῠπείρων: -ον (πεῖρας), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, πολυμερής, πολλαπλός, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

πολῠ-πείρων, ον, πεῖρας
with many boundaries, manifold, Hhymn.