ἑτεροιόω: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἑτεροιόω]], fut. -ώσω [from [[ἑτεροῖος]]<br />to make of [[different]] [[kind]]:—Pass. to be changed or altered, to [[alter]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[ἑτεροιόω]], fut. -ώσω [from [[ἑτεροῖος]]<br />to make of [[different]] [[kind]]:—Pass. to be changed or altered, to [[alter]], Hdt. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό [[ἑτεροῖος]] (=διαφορετικός), πού προέρχεται ἀπό τό [[ἕτερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑτεροιότης]], [[ἑτεροίωσις]] (=[[μεταβολή]]), [[ἑτεροιωτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 14 October 2022
English (LSJ)
A make of different kind, alter, Hp.Acut.37, Plu.2.559c; ἐς τοιήνδε ἕξιν τὸν ἄνθρωπον Aret.SD2.1:—Pass., Hdt.2.142, 7.225, Hp.VM14, Fract.15, Ph.2.93; τὸ-ούμενον τῆς πτώσεως A.D.Synt.96.4. II Pass., to be differentiated, Dam.Pr.220.
German (Pape)
[Seite 1048] anders machen, verwandeln, verändern, im pass. sich ändern, Her. 2, 142. 7, 225; Hippocr. u. Sp.; – περὶ ἑτεροιουμένων schrieb Nic., Anton. Lib. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre différent, changer ; Pass. être changé ou altéré.
Étymologie: ἑτεροῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροιόω: делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: ἐνθεῦτεν ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος Her. тогда сражение приняло другой оборот.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιόω: ἀλλοιόω, μεταβάλλω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Πλούτ. 2. 559C· εἴς τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 1: - Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 142, 7. 225, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Ἀγμ. 762.
Greek Monotonic
ἑτεροιόω: μέλ. -ώσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἑτεροιόω, fut. -ώσω [from ἑτεροῖος
to make of different kind:—Pass. to be changed or altered, to alter, Hdt.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό ἑτεροῖος (=διαφορετικός), πού προέρχεται ἀπό τό ἕτερος.
Παράγωγα: ἑτεροιότης, ἑτεροίωσις (=μεταβολή), ἑτεροιωτικός.