επίδειξη: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(13)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM έπίδειξις) [[επιδεικνύω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[επιδεικνύω]] («[[επίδειξη]] εμπορευμάτων, μόδας» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]] που έχει σκοπό την [[επίδειξη]] για λόγους εντυπώσεων («[[επίδειξη]] πολυμάθειας, πλούτου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανέρωση]], [[αποκάλυψη]] μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.<br /><b>4.</b> η [[εμφάνιση]] ξένων πολεμικών πλοίων [[κοντά]] ή [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων [[κοντά]] στα [[σύνορα]]) για να ασκηθεί [[εκφοβισμός]] ή ψυχολογική [[πίεση]] («στρατιωτικά γυμνάσια ως [[επίδειξη]] δυνάμεως», «ἐπίδειξιν [[μᾶλλον]] εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επίδειξη]] εγγράφου», «[[επίδειξη]] πράγματος» — [[επίδειξη]] εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο [[συμφέρον]] να λάβει [[γνώση]] του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει [[κάποιος]] αξιώσεις [[κατά]] του κατόχου του πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγόρευση]], [[εκφώνηση]] επιδεικτικού ρητορικού λόγου<br /><b>2.</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[παράδειγμα]].
|mltxt=η (AM [[ἐπίδειξις]]) [[επιδεικνύω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[επιδεικνύω]] («[[επίδειξη]] εμπορευμάτων, μόδας» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]] που έχει σκοπό την [[επίδειξη]] για λόγους εντυπώσεων («[[επίδειξη]] πολυμάθειας, πλούτου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανέρωση]], [[αποκάλυψη]] μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.<br /><b>4.</b> η [[εμφάνιση]] ξένων πολεμικών πλοίων [[κοντά]] ή [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων [[κοντά]] στα [[σύνορα]]) για να ασκηθεί [[εκφοβισμός]] ή ψυχολογική [[πίεση]] («στρατιωτικά γυμνάσια ως [[επίδειξη]] δυνάμεως», «ἐπίδειξιν [[μᾶλλον]] εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επίδειξη]] εγγράφου», «[[επίδειξη]] πράγματος» — [[επίδειξη]] εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο [[συμφέρον]] να λάβει [[γνώση]] του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει [[κάποιος]] αξιώσεις [[κατά]] του κατόχου του πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγόρευση]], [[εκφώνηση]] επιδεικτικού ρητορικού λόγου<br /><b>2.</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[παράδειγμα]].
}}
}}

Revision as of 18:39, 15 October 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδειξις) επιδεικνύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιδεικνύωεπίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.)
2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.)
3. φανέρωση, αποκάλυψη μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.
4. η εμφάνιση ξένων πολεμικών πλοίων κοντά ή μέσα στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων κοντά στα σύνορα) για να ασκηθεί εκφοβισμός ή ψυχολογική πίεση («στρατιωτικά γυμνάσια ως επίδειξη δυνάμεως», «ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)
νεοελλ.
φρ. «επίδειξη εγγράφου», «επίδειξη πράγματος» — επίδειξη εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει κάποιος αξιώσεις κατά του κατόχου του πράγματος
αρχ.
1. αγόρευση, εκφώνηση επιδεικτικού ρητορικού λόγου
2. απόδειξη
3. παράδειγμα.