ἐγκατοικέω: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "down" to "down") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from ἐν and [[κατοικέω]]; to [[settle]] | |strgr=from ἐν and [[κατοικέω]]; to [[settle]] down in a [[place]], i.e. [[reside]]: [[dwell]] [[among]]. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |
Revision as of 08:55, 20 October 2022
English (LSJ)
dwell in, Hdt.4.204; δόμοις E.Fr.188; dwell among, αὐτοῖς 2 Ep.Pet.2.8.
Spanish (DGE)
1 en aor. asentarse, establecerse ἔδωκε τῆς Βακτρίης χώρης κώμην ἐγκατοικῆσαι Hdt.4.204, c. εἰς y ac. φυγόντος δὲ καὶ ἐς ... Ταρκυινίαν ἐγκατοικήσαντος D.C.Epit.7.8.1, c. dat. τῇ Ῥώμῃ ἐγκατοικῆσαι D.C.Epit.7.8.2.
2 en pres. y fut. habitar, ocupar, vivir en c. dat. loc. κενοῖσιν ἐγκατοικήσεις δόμοις E.Fr.188.6, νήσοις μακάρων Lyc.1204, αὐτοῖς τὴν Αὔαριν δοὺς ἐγκατοικεῖν I.Ap.1.296, cf. AI 17.25, οὐδὲ ἐγκατοικεῖ δι' ἑαυτοῦ τῇ κτίσει Θεός Dios por sí mismo no habita en sus criaturas Didym.Eun.M.29.744A
•c. ἐν y dat. de pers. vivir o habitar entre ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8
•fig., de entidades abstr. habitar, hallarse, residir πίστις καὶ ἀγάπη ἐγκατοικεῖ ἐν ὑμῖν la fe y el amor habitan en vosotros, Ep.Barn.1.4, c. adv. de lugar ἔνθ' ... ἐγκατοικεῖ δὲ πρᾳότης Them.Or.4.51d.
German (Pape)
[Seite 706] darin wohnen, τινί, Eur. frg. u. Sp.; σύνεσις ἐγκατοικοῦσα ψυχαῖς Pol. 18, 26, 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter dans ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατοικέω: (в чем-л.) жить, проживать, обитать (δόμοις Eur.; перен. ἐν ταῖς ψυχαῖς Polyb. - v.l. κατοικέω): δοῦναί τινι κώμην ἐγκατοικῆσαι Her. отвести кому-л. деревню для поселения.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικέω: κατοικῶ ἐντὸς, Ἡρόδ. 4. 204· δόμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 188.
English (Strong)
from ἐν and κατοικέω; to settle down in a place, i.e. reside: dwell among.
English (Thayer)
(ἐγκαυχάομαι) (T WH ἐνκαυχάομαι, see ἐν, III:3); to glory in: followed by ἐν with the dative of the object (L T Tr WH. (With simple dative of thing in ecclesiastical writings and Aesop's Fables.)
Greek Monotonic
ἐγκατοικέω: μέλ. -ήσω, μένω, διαμένω, κατοικώ σ' έναν τόπο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to dwell in a place, Hdt.
Chinese
原文音譯:™gkatoikšw 恩格-卡特-哀咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-向下-家
字義溯源:住在其間,居住,住;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κατοικέω / κατοικίζω)=定居)組成;其中 (κατοικέω / κατοικίζω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成,而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 住(1) 彼後2:8