εἰσοικίζω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[ | |mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ῐῶ<br />to [[bring]] in as a [[settler]]:—Mid. and Pass. to [[establish]] [[oneself]] in, [[settle]] in, εἰς τόπον Hdt.; c. acc., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 1 November 2022
English (LSJ)
bring in as a dweller or settler, Plb.5.100.8:—Med. and Pass., establish oneself or be established in, ἐσοικισθέντων ἐς τοὺς Αἰθίοπας Hdt.2.30; ἐς τὴν Κρήτην Id.7.171; εἰς τὸ ἐργαστήριον Aeschin.1.124: c. acc., εἰσοικίσασθαι χώραν Plu.Sol. 7: abs., -σαμένου τοῦ ἑσμοῦ Gp.15.4.2; βίᾳ εἰσῳκισμένοι Aristid.Or. 26(14).29; οἱ ὑπὸ σοῦ εἰσοικισθησόμενοι τῷ οἴκῳ POxy.1641.4(i A.D.): metaph., make oneself at home, ἡ παρανομία κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη Pl.R.424d; λιμὸς εἰσοικίζεται Men.841: c. acc., Κυδίππην κρυμὸς ἐσῳκίσατο Call.Aet.3.1.19: c. dat., ἐμὸς αἰὼν κύμασιν αἰθυίης μᾶλλον ἐσῳκίσατο Id.Fr.III; but, take to oneself, give entrance to, τὴν ψυχήν Porph.Gaur.3.5; γυναῖκα take to wife, Just.Nov.18.11; ψυχῆς εἰσοικισθείσης Plot.5.1.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.2.30, Call.Fr.178.34, Paus.10.17.10, Ael.NA 10.31
A Ien v. med.-pas., intr.
1 de grupos humanos o anim. establecerse, asentarse ἐς τοὺς Αἰθίοπας Hdt.l.c., ἐς δὲ τὴν Κρήτην ἐρημωθεῖσαν Hdt.7.171, ἐσῳκισμένα οὕτω (pueblos) que se han establecido de esa manera Paus.l.c., c. adv. de lugar (τοὺς δήμους) τηνικαῦτα εἰσοικίζεσθαι Ph.2.182, ἀπὸ τῶν εἰσῳκισμένων ἐκεῖ ... ἀνθρώπων Str.16.2.31, c. compl. implíc. ὅσῳ γε μὴν πλείους εἰσοικίζοιντο τε καὶ ἀφικνοῖντο X.Vect.3.5, cf. Arist.Mete.351b31, οἱ μὲν βίᾳ εἰσῳκισμένοι Aristid.Or.26.29, de un enjambre στάντος δὲ καὶ εἰσοικισαμένου τοῦ ἐσμοῦ Gp.15.4.2
•gener. entrar a habitar, instalarse c. giro prep. de direcc. ἐὰν δ' εἰς ἓν ... τούτων τῶν ... ἐργαστηρίων ἰατρὸς εἰσοικίσηται Aeschin.1.124, c. dat. ἐμὸς αἰὼν κύμασιν ... ἐσῳκίσατο del navegante, Call.l.c., c. adv. de lugar κἀνταῦθα πλησίον τῶν πυλῶν εἰσῳκίσαντο X.Eph.3.1.3, c. el compl. sobreentendido ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα Ar.Pax 260, δειμάμενος οἰκίαν οὐκ ἔφθη εἰσοικίσασθαι Ph.2.380, cf. Simp.in Cael.141.28; ὁ Εἰσοικιζόμενος El nuevo inquilino tít. de una comedia de Alexis, Ath.691e.
2 fig. instalarse, apropiarse de, hacerse habitual, habitar c. suj. de abstr., de un dios o personif. y giro prep. de direcc. (ἡ παρανομία) κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Pl.R.424d, τὰ γὰρ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.Fr.646, εἰσοικιζομένης εἰς αὐτὴν ... τῆς εὐδαιμονίας Plb.6.57.5, (Ἐρινύς) εἰς αὐτὸν γὰρ εἰσῳκίσατο τὸν Ἡρακλέα Philostr.Im.2.23, τῶν εἰσοικιζομένων εἰς αὐτὴν ψυχῶν Eus.PE 3.11.33, c. dat. κἂν εἰσοικίζηται τοῖς σώμασι (ἡ ψυχή) Gal.4.763, Χριστὸς ... εἰσοικίζεται ταῖς ψυχαῖς Origenes M.17.273A, c. ἐν y dat. ἐν τοῖς θνητοῖς εἰσοικίζεται Porph.Gaur.9.3, c. compl. implíc. εἰσῳκισμένης δὲ ὁμονοίας Synes.Prouid.1.15, cf. Procl.in Ti.1.5.4.
B tr., gener. en v. act.
I 1c. ac. de lugar entrar a habitar, ocupar οἴκους E.Io 841, tb. en v. med. οἶκον ἢ χώραν γνησίων ἔρημον διαδόχων ... εἰσοικισάμενοι Plu.Sol.7.
2 fig., en v. med. asentarse en, apoderarse de c. ac. de pers. Κυδίππην ὀλοὸς κρυμὸς ἐσῳκίσατο Call.Fr.75.19, κἀμὲ δὴ οὖν τὰ νῦν εἰσῳκισμένος (Διόνυσος) ref. a la bebida, Hld.2.23.5.
II c. ac. de pers. o anim.
1 instalar, poblar con Μακεδόνας δ' εἰσοικίσας Plb.5.100.8
•alojar εἰσῴκισεν αὑτὸν εἰς τὴν Ἡρώδου συγγένειαν I.AI 17.324, θερμούθεις ἐσῴκιζον Ael.l.c., en v. pas. καὶ τῶν παρὰ σοῦ τῶν ὑπ[ὸ σ] οῦ εἰσοικισθησομένων τῷ ... οἴκῳ POxy.1641.4 (I d.C.)
•fig. c. ac. de abstr. establecer firmemente, reafirmar τὰς δὲ ἀρετὰς εἰσοικίσαντα Ph.1.527, τὴν ἑαυτῆς νόησιν εἰς τὸν νοῦν Procl.in Prm.1165, ἐν ἑαυτῇ ... τὴν ... φύσιν Gr.Nyss.Hom.in Cant.87.7, tb. en v. med. οὐδὲ εἰσοικίζεται τὸν διάβολον y no acoge en su seno al diablo Olymp.Iob 375.19.
2 llevar a casa τὰς νύμφας ἡμῖν εἰσκαλεῖ καὶ εἰσοικίζει nos trae el agua y nos la lleva a casa Them.Or.11.152b, παλλακίδας καὶ ἑταίρας προλαβὼν εἰσοικίζει Basil.M.32.1248B
•raro en v. med. αἱ δὲ χελιδόνες ὅσων μὲν δέονται τυγχάνουσιν εἰσοικισάμεναι Plu.2.984c.
3 en v. med. llevarse a casa el hombre a la mujer, e.e., tomar por esposa ὁ Θεοδόσιος τὴν Εὐδόκιαν Euagr.Schol.HE 1.20, εἴ τις βλέψειε πρὸς γυναῖκα φιλάνθρωπον, καὶ ταύτην εἰσοικίσαιτο Iust.Nou.18.11.
German (Pape)
[Seite 744] ansiedeln, als Bewohner wohin versetzen, τινά, Pol. 5, 100, 8 u. Sp. Häufiger das med., sich ansiedeln, einwandern u. sich niederlassen, ἐς Κρήτην Her. 7, 171; χώραν Plut. Sol. 7; – εἰς ἐργαστήριον, einziehen, Aesch. 1, 124; εἰς αὐτοῦ τοῦ Καίσαρος εἰσῳκίσθη Dio Cass. 43, 27; übertr., ἡ παρανομία κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη, die allmälig einschlich, Plat. Rep. IV, 424 d; vgl. Pol. 6, 57, 5; εἰς τὰ καθαρὰ λιμὸς εἰσοικίζεται Men. fr. inc. 290.
French (Bailly abrégé)
établir dans une habitation, installer.
Étymologie: εἰς, οἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοικίζω: ион. и староатт. ἐσοικίζω
1) поселять, селить (Μακεδόνας Polyb.); med.-pass. селиться, водворяться (ἐς τὴν Κρήτην Hom.; εἰς τὸ ἐργαστήριον Aeschin.);
2) med.-pass. заселять (τοὺς τόπους Arst.);
3) med.-pass. перен. проникать, укореняться (ἡ παρανομία εἰσοικισαμένη Plat.; λιμὸς εἰσοικίζεται εἴς τι Men.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, εἰσάγω ὡς κάτοικον, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, γενόμενος δὲ κύριος τῶν Θηβῶν, τοὺς μὲν ὑπάρχοντας οἰκήτορας ἐξηνδραποδίσατο, Μακεδόνας δὲ εἰσοικίσας, Φιλίππου τὴν πόλιν ἀντὶ Θηβῶν κατωνόμασεν Πολύβ. 5. 100, 8: - Μέσ. καὶ παθ., τούτων δὲ ἐσοικισθέντων ἐς τοὺς Αἰθίοπας, τούτων δὲ κατοικησάντων μεταξὺ τῶν Αἰθιόπων, Ἡρόδ. 2. 30· ἐς τὴν Κρήτην ὁ αὐτ. 7. 171· εἰς τὸ ἐργαστήριον Αἰσχίν. 17. 31· ὡσαύτως ἄνευ προθ. μετ’ αἰτ., εἰσ. χώραν Πλουτ. Σόλων 7: - μεταφ. γίνομαι οἰκεῖος, ἐγκαθιδρύομαι, ἡ παρανομία κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη Πλάτ. Πολ. 424D· λιμὸς εἰσοικίζεται Μενανδ. ἐν Ἀδήλ. 290.
Greek Monolingual
εἰσοικίζω (AM)
1. εισάγω κάποιον ως κάτοικο, μεταφέρω από αλλού και εγκαθιστώ ως κατοίκους
2. εἰσοικίζομαι
α) μεταναστεύω και εγκαθίσταμαι
β) εξοικειώνομαι
γ) «γυναῑκα εἰσοικίζομαι» — παντρεύομαι.
Greek Monotonic
εἰσοικίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, εισάγω, φέρνω ως κάτοικο, εποικώ, κατοικίζω — Μέσ. και Παθ., εγκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι σ' έναν τόπο, εἰς τόπον, σε Ηρόδ.· με αιτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. Attic ῐῶ
to bring in as a settler:—Mid. and Pass. to establish oneself in, settle in, εἰς τόπον Hdt.; c. acc., Plut.