δυσόρατος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dor. gen. δυσοράτω Ecphant.<i>Pyth.Hell</i>.80.10]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de ver]], [[poco visible]] δίκτυα X.<i>Cyr</i>.1.6.40, σπέρματα Thphr.<i>CP</i> 1.5.4, ἡνίοχος Ph.2.414, δι' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω de la naturaleza del poder, Ecphant.l.c., de Dios, Ph.1.570<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ δυσόρατα lugares sin visibilidad</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.18, cf. Gal.18(2).182.<br /><b class="num">2</b> [[desagradable de ver]], [[horrible]] δυσόρατοί τε καὶ ἀλλόκοτοι πάμπαν ὀφθῆναι de los supervivientes de Numancia, App.<i>Hisp</i>.97.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dor. gen. δυσοράτω Ecphant.<i>Pyth.Hell</i>.80.10]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de ver]], [[poco visible]] δίκτυα X.<i>Cyr</i>.1.6.40, σπέρματα Thphr.<i>CP</i> 1.5.4, ἡνίοχος Ph.2.414, δι' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω de la naturaleza del poder, Ecphant.l.c., de Dios, Ph.1.570<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. [[τὰ δυσόρατα]] = [[lugares sin visibilidad]]</i> X.<i>Eq.Mag</i>.4.18, cf. Gal.18(2).182.<br /><b class="num">2</b> [[desagradable de ver]], [[horrible]] δυσόρατοί τε καὶ ἀλλόκοτοι πάμπαν ὀφθῆναι de los supervivientes de Numancia, App.<i>Hisp</i>.97.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:57, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσόρᾱτος Medium diacritics: δυσόρατος Low diacritics: δυσόρατος Capitals: ΔΥΣΟΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dysóratos Transliteration B: dysoratos Transliteration C: dysoratos Beta Code: duso/ratos

English (LSJ)

ον, A hard to see, X.Cyr.1.6.40, Ph.1.570; δι' ὑπερβολὰν λαμπρότᾱτος δ. Ecphant. ap. Stob.4.7.64; τὰ δυσόρατα dark corners, X.Eq.Mag.4.18. II ill to look on, horrible, App.Hisp.97.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [dor. gen. δυσοράτω Ecphant.Pyth.Hell.80.10]
1 difícil de ver, poco visible δίκτυα X.Cyr.1.6.40, σπέρματα Thphr.CP 1.5.4, ἡνίοχος Ph.2.414, δι' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω de la naturaleza del poder, Ecphant.l.c., de Dios, Ph.1.570
neutr. plu. subst. τὰ δυσόρατα = lugares sin visibilidad X.Eq.Mag.4.18, cf. Gal.18(2).182.
2 desagradable de ver, horrible δυσόρατοί τε καὶ ἀλλόκοτοι πάμπαν ὀφθῆναι de los supervivientes de Numancia, App.Hisp.97.

German (Pape)

[Seite 685] = δύσοπτος; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à voir.
Étymologie: δυσ-, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

δυσόρᾱτος: плохо видимый, малозаметный (δίκτυα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσόρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· τὰ δυσόρατα, σκοτεινὰ μέρη, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 4, 18. ΙΙ. Κακὸς εἰς τὸ νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, φοβερός, Ἀππ. Ἱσπ. 97.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσόρατος, -ον)
1. αυτός που γίνεται δύσκολα ορατός ή αντιληπτός
αρχ.
1. απαίσιος, φοβερός στη θέα
2. ασεβής
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ δυσόρατον
το αθέατο μέρος.

Greek Monotonic

δυσόρᾱτος: -ον, δυσδιάκριτος, μη εύκολα ορατός, αυτός που διακρίνεται δύσκολα, αμυδρός, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-όρᾱτος, ον
hard to see, Xen.