ὑσσός: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=ἀκόντιο). Ξένη ἡ προέλευσή του.
|mantxt=ὁ (=ἀκόντιο). Ξένη ἡ προέλευσή του.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Wurfspieß]]</i>, das <i>[[pilum]]</i> der [[Römer]]. Pol. 1.40.12 und [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσσός Medium diacritics: ὑσσός Low diacritics: υσσός Capitals: ΥΣΣΟΣ
Transliteration A: hyssós Transliteration B: hyssos Transliteration C: yssos Beta Code: u(sso/s

English (LSJ)

ὁ, javelin, = Lat. pilum, Plb.6.23.8sq., D.H.5.46, Str.10.1.12, Plu.Pyrrh.21, etc.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
javelot, le pilum romain.
Étymologie: DELG mot techn., pê emprunté au carien.

Russian (Dvoretsky)

ὑσσός: ὁ (лат. pilum) метательное копье Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσσός: ὁ, ἀκόντιον, τὸ Ρωμαϊκὸν pilum, Πολύβ. 6. 23, 8 κἑξ., Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. έχει εισαχθεί στην Ελληνική από τη γλώσσα της Καρίας, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη Σημιτική (πρβλ. ακκαδικό ussu, εβρ. hēs, λ. με σημ. «βέλος»). Και οι δύο, ωστόσο, απόψεις παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Greek Monotonic

ὑσσός: ὁ, ακόντιο, το ρωμαϊκό pilum, σε Πολύβ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὑσσός, οῦ, ὁ,
a javelin, the Roman pilum, Polyb., etc.

Frisk Etymology German

ὑσσός: {hussós}
Grammar: m.
Meaning: Wurfspieß, lat. pīlum (Plb., D. H., Str., Plu.).
Etymology : Technisches Wort unsicheren Ursprungs. Nach Bechtel BB 30, 271 f. aus dem Karischen; vgl. EN wie Ὑσσισις, Ὑσσωλος, PN Μαύσσωλος. Unhaltbare idg. Etymologien bei Bq (m. Add. et Corr.) und WP. 1, 309 (abgelehnt). Lewy KZ 55, 30 f. (mit Kritik früherer Deutungen) vergleicht assyr. ussu, hebr. ḥēṣ Pfeil.
Page 2,975

Mantoulidis Etymological

ὁ (=ἀκόντιο). Ξένη ἡ προέλευσή του.

German (Pape)

ὁ, der Wurfspieß, das pilum der Römer. Pol. 1.40.12 und öfter.