ὠτικός: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού.
}}
{{pape
|ptext=<i>vom Ohre, zum Ohre [[gehörig]]</i>, κλυστῆρες ὠτικοί, <i>[[Ohrenspritzen]]</i>, Paul.Aeg.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτικός Medium diacritics: ὠτικός Low diacritics: ωτικός Capitals: ΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōtikós Transliteration B: ōtikos Transliteration C: otikos Beta Code: w)tiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (οὖς) of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού. }}

German (Pape)

vom Ohre, zum Ohre gehörig, κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen, Paul.Aeg.