λειαίνω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λειαίνω]], [ionic for [[λεαίνω]].] | |mdlsjtxt=[[λειαίνω]], [ionic for [[λεαίνω]].] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. und ep. = [[λεαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.
English (Autenrieth)
(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.
Greek Monolingual
(Α λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.
Greek Monotonic
λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.
Middle Liddell
German (Pape)
ion. und ep. = λεαίνω.