Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριβεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τριβέας]]/[[τριβεύς]], -έως, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> κυλινδρικό [[τεμάχιο]], [[συνήθως]] ορειχάλκινο, με εσωτερική [[επίστρωση]] από [[λευκό]] [[μέταλλο]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[άτρακτος]] ή [[άλλο]] [[μέρος]] μηχανής που στρέφεται<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> [[μηχανική]] [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται για τη [[λειοτρίβηση]] σκληρών υλικών<br /><b>φρ.</b> α) «[[τριβέας]] ολίσθησης»<br /><b>τεχνολ.</b> ο [[κυλισιοτριβέας]]<br />β) «[[ένσφαιρος]] [[τριβέας]]» — [[κυλισιοτριβέας]] που περιέχει μία ή δύο σειρές [[σφαιρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρίβει<br /><b>2.</b> [[γουδοχέρι]]<br /><b>3.</b> το [[περικάλυμμα]] της οπής κυλίνδρου ή τροχού [[πάνω]] στο οποίο τρίβεται ο [[κύλινδρος]] ενώ περιστρέφεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπορ]]-<i>εύς</i>, [[σπορ]]-<i>έας</i>)].
|mltxt=ο / [[τριβέας]]/[[τριβεύς]], -έως, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> κυλινδρικό [[τεμάχιο]], [[συνήθως]] ορειχάλκινο, με εσωτερική [[επίστρωση]] από [[λευκό]] [[μέταλλο]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[άτρακτος]] ή [[άλλο]] [[μέρος]] μηχανής που στρέφεται<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> [[μηχανική]] [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται για τη [[λειοτρίβηση]] σκληρών υλικών<br /><b>φρ.</b> α) «[[τριβέας]] ολίσθησης»<br /><b>τεχνολ.</b> ο [[κυλισιοτριβέας]]<br />β) «[[ένσφαιρος]] [[τριβέας]]» — [[κυλισιοτριβέας]] που περιέχει μία ή δύο σειρές [[σφαιρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρίβει<br /><b>2.</b> [[γουδοχέρι]]<br /><b>3.</b> το [[περικάλυμμα]] της οπής κυλίνδρου ή τροχού [[πάνω]] στο οποίο τρίβεται ο [[κύλινδρος]] ενώ περιστρέφεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπορ]]-<i>εύς</i>, [[σπορ]]-<i>έας</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>der [[Reiber]]</i>, Strab.; Erkl. von [[δοίδυξ]], <i>B.A</i>. 239.<br><b class="num">2</b> in der [[Mechanik]], <i>der [[Überzug]] in einem Loche, an dem die umdrehende [[Welle]] sich reibt</i>, Mathem. vett.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβεύς Medium diacritics: τριβεύς Low diacritics: τριβεύς Capitals: ΤΡΙΒΕΥΣ
Transliteration A: tribeús Transliteration B: tribeus Transliteration C: triveys Beta Code: tribeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55. 2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Gloss.; = ἀλετρίβανος, EM59.57. II in Mechanics, a rim or flange to take the pressure of a nut, Ph.Bel.53.19; = ἐντορνία, Hero Bel.97.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβεύς: έως, ὁ, τρίβων, - τρίπτης, Στράβ. 710· = δοίδυξ, Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ τρῆμα ἐν ᾦ ὁ ἄξων τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ.

Greek Monolingual

ο / τριβέας/τριβεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται
2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη λειοτρίβηση σκληρών υλικών
φρ. α) «τριβέας ολίσθησης»
τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας
β) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρών
αρχ.
1. αυτός που τρίβει
2. γουδοχέρι
3. το περικάλυμμα της οπής κυλίνδρου ή τροχού πάνω στο οποίο τρίβεται ο κύλινδρος ενώ περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. σπορ-εύς, σπορ-έας)].

German (Pape)

ὁ,
1 der Reiber, Strab.; Erkl. von δοίδυξ, B.A. 239.
2 in der Mechanik, der Überzug in einem Loche, an dem die umdrehende Welle sich reibt, Mathem. vett.