ἀργηστής: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[ἀργής]]) [[bright]]
|woodrun=(see also: [[ἀργής]]) [[bright]]
}}
{{pape
|ptext=<i>weiß</i>, [[ἀφρός]] Aesch. <i>Spt</i>. 60; πτηνὸς [[ὄφις]], vom [[Pfeil]], <i>Eum</i>. 172; ἤϋτε [[κύκνος]] Theocr. 25.131.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργηστής Medium diacritics: ἀργηστής Low diacritics: αργηστής Capitals: ΑΡΓΗΣΤΗΣ
Transliteration A: argēstḗs Transliteration B: argēstēs Transliteration C: argistis Beta Code: a)rghsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181. 2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.

Spanish (DGE)

-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀργηστής: Aesch., Theocr. = ἀργής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.

Greek Monolingual

ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργῆς, σε Αισχύλ.

English (Woodhouse)

(see also: ἀργής) bright

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

weiß, ἀφρός Aesch. Spt. 60; πτηνὸς ὄφις, vom Pfeil, Eum. 172; ἤϋτε κύκνος Theocr. 25.131.