εὐφίλητος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-φίλητος, η, ον [[φιλέω]]<br />well-[[beloved]], Aesch. | |mdlsjtxt=εὐ-φίλητος, η, ον [[φιλέω]]<br />well-[[beloved]], Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[vielgeliebt]]</i>, πόλιν εὐφιλήταν [[ἔθου]] Aesch. <i>Spt</i>. 107. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
η, ον, wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.
Greek Monolingual
εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].
Greek Monotonic
εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-φίλητος, η, ον φιλέω
well-beloved, Aesch.
German (Pape)
vielgeliebt, πόλιν εὐφιλήταν ἔθου Aesch. Spt. 107.