νυκτεγερσία: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νυκτεγερσία]] και [[νυκτηγρεσία]] και νυκτεγρεσία και [[νυχεγρεσία]]) [[νυκτεγερτώ]]<br /><b>1.</b> νυκτερινή [[έγερση]] προκειμένου να αντιμετωπιστεί [[ξαφνικός]] [[κίνδυνος]], [[νυκτερινός]] [[συναγερμός]]<br /><b>2.</b> ο [[νυκτερινός]] [[συναγερμός]] που περιγράφεται στη [[ραψωδία]] Κ της <i>Ιλιάδος</i><br /><b>3.</b> [[αγρυπνία]] [[κατά]] τη [[νύχτα]] σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτών<br /><b>αρχ.</b><br />νυκτερινή [[φρουρά]] έξω από [[σκηνή]] ή [[στρατόπεδο]] ή [[οικοδόμημα]].
|mltxt=η (Α [[νυκτεγερσία]] και [[νυκτηγρεσία]] και νυκτεγρεσία και [[νυχεγρεσία]]) [[νυκτεγερτώ]]<br /><b>1.</b> νυκτερινή [[έγερση]] προκειμένου να αντιμετωπιστεί [[ξαφνικός]] [[κίνδυνος]], [[νυκτερινός]] [[συναγερμός]]<br /><b>2.</b> ο [[νυκτερινός]] [[συναγερμός]] που περιγράφεται στη [[ραψωδία]] Κ της <i>Ιλιάδος</i><br /><b>3.</b> [[αγρυπνία]] [[κατά]] τη [[νύχτα]] σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτών<br /><b>αρχ.</b><br />νυκτερινή [[φρουρά]] έξω από [[σκηνή]] ή [[στρατόπεδο]] ή [[οικοδόμημα]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Nachtwachen]], nächtliches [[Treiben]]</i>; Eur. <i>Rhes</i>. argum.; Plut. <i>Vita Hom</i>.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτεγερσία Medium diacritics: νυκτεγερσία Low diacritics: νυκτεγερσία Capitals: ΝΥΚΤΕΓΕΡΣΙΑ
Transliteration A: nyktegersía Transliteration B: nyktegersia Transliteration C: nyktegersia Beta Code: nuktegersi/a

English (LSJ)

ἡ, waking by night, Ph.1.155 (pl.): with reference to Il.10,Str.9.5.18, Ps.-Plu.Vit.Hom.209,Arg. ii E.Rh.; cf. νυκτηγρεσία.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεγερσία: ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι τὴν νύκτα καὶ ποιεῖν τι ἔργον νυκτερινόν, ἀγρυπνία, παννυχίς, Βίος Ὁμ. 209, Φίλων 1. 155.

Greek Monolingual

η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) νυκτεγερτώ
1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός
2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδος
3. αγρυπνία κατά τη νύχτα σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτών
αρχ.
νυκτερινή φρουρά έξω από σκηνή ή στρατόπεδο ή οικοδόμημα.

German (Pape)

ἡ, das Nachtwachen, nächtliches Treiben; Eur. Rhes. argum.; Plut. Vita Hom.