εὐστόμαχος: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>gut für den [[Magen]], [[magenstärkend]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κακοστόμαχος]], Ath. I.26f und [[öfter]]; Plut. und andere Spätere<br>< | |ptext=<i>gut für den [[Magen]], [[magenstärkend]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κακοστόμαχος]], Ath. I.26f und [[öfter]]; Plut. und andere Spätere<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>mit gutem [[Magen]], [[guter]] [[Verdauung]]</i>, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI.4); ferre aliquid, Cic. <i>Att</i>. 9.5. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως = with a good stomach, tranquilly, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.). II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bon pour l'estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.
Greek Monotonic
εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐστόμᾰχος, ον
with good stomach: adv., -χως, Anth.
German (Pape)
gut für den Magen, magenstärkend, Gegensatz κακοστόμαχος, Ath. I.26f und öfter; Plut. und andere Spätere
• Adv., mit gutem Magen, guter Verdauung, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI.4); ferre aliquid, Cic. Att. 9.5.