μοχθίζω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1</b> [[страдать]], [[мучиться]] (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2</b> [[усиленно трудиться]], [[напряженно работать]] (περὶ χρήμασι Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:00, 25 November 2022
English (LSJ)
= μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.
German (Pape)
[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.
Russian (Dvoretsky)
μοχθίζω: (только praes.)
1 страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2 усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.
English (Autenrieth)
= μοχθέω, Il. 2.723†.
English (Slater)
μοχθίζω labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.
Greek Monolingual
μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.
Greek Monotonic
μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
Middle Liddell
μοχθίζω, = μοχθέω
to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.