νοσηλεία: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοσηλεία:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''νοσηλεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[болезнь]]: ν. [[μακρά]] Plut. затяжная болезнь;<br /><b class="num">2</b> [[уход за больным]] (ν. καθημερινή Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[сукровица]], [[гной]] (ῥάκη νοσηλείας [[πλέα]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 25 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A care of the sick, treatment of a disease, nursing, J.AJ4.8.33, Plu.Lyc.10, Gal. 5.48, D.C.76.7. II disease, sickness, sickness which needs tending, Lysimach. ap. J. Ap.1.34, Plu.2.110c (pl.), 788f, Sor.1.79 (pl.). 2 matter discharged from a sore, S.Ph.39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 traitement d'une maladie;
2 maladie, particul. matière (pus, etc.) d'un mal.
Étymologie: νοσηλεύω.
Russian (Dvoretsky)
νοσηλεία: ἡ
1 болезнь: ν. μακρά Plut. затяжная болезнь;
2 уход за больным (ν. καθημερινή Plut.);
3 сукровица, гной (ῥάκη νοσηλείας πλέα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηλεία: ἡ, (νοσηλεύω) τὸ νοσηλεύειν, περιποιεῖσθαι νοσοῦντα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.) ἀσθένεια ἀπαιτοῦσα περιποίησιν, θεραπείαν, ἐπιμέλειαν, ὁ αὐτ. 2. 110D, 788F. 2) ὕλη ἐκρέουσα ἐξ ἕλκους, Σοφ. Φιλ. 39.
Greek Monolingual
η (Α νοσηλεία) νοσηλεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσηλεύω, θεραπεία ασθενούς
αρχ.
1. ασθένεια η οποία απαιτεί θεραπεία και φροντίδα
2. πύον που εκκρίνεται από ανοιχτή πληγή.
Greek Monotonic
νοσηλεία: ἡ,
I. φροντίδα του ασθενούς, νοσηλευτική περιποίηση, σε Πλούτ.
II. (από το Παθ.), ασθένεια που απαιτεί περιποίηση, ουσία που βγαίνει από πληγή, πύον, σε Σοφ.
Middle Liddell
νοσηλεία, ἡ,
I. care of the sick, nursing, Plut.
II. (from Pass.) matter discharged from a sore, Soph. [from νοσηλεύω
English (Woodhouse)
German (Pape)
ἡ,
1 Krankheit, Sp.; bei Soph. Phil. 39, ῥάκη βαρείας του νοσηλείας πλέα, erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαθαρσίας, der Eiter der Krankheit.
2 Krankenpflege, Plut. Lyc. 10 und andere Spätere