προαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προαρπάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[раньше похищать]], [[уносить]] (τὰ ὄψα [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[предвосхищать]] (τὰ λεγόμενα [[ἀλλήλων]] Plat.).
|elrutext='''προαρπάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[раньше похищать]], [[уносить]] (τὰ ὄψα [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[предвосхищать]] (τὰ λεγόμενα [[ἀλλήλων]] Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαρπάζω Medium diacritics: προαρπάζω Low diacritics: προαρπάζω Capitals: ΠΡΟΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: proarpázō Transliteration B: proarpazō Transliteration C: proarpazo Beta Code: proarpa/zw

English (LSJ)

snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.

German (Pape)

[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

enlever d'avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αρπάζω tevoren wegnemen, weggrissen:; προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα als een havik het lekkers weggrissend Luc. 25.54; overdr..; προαρπάζειν ἀλλήλων τὰ λεγόμενα elkaar de woorden uit de mond nemen Plat. Grg. 454c; uitbr.: τὴν ἐπ’ ἐκεῖνον φερομένην πληγὴν προαρπάσας τῷ ἑαυτοῦ σώματι met het eigen lichaam de klap die op (zijn vriend) gericht was opvangend Luc. 57.6.

Russian (Dvoretsky)

προαρπάζω:
1 раньше похищать, уносить (τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.);
2 предвосхищать (τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.).

Greek Monolingual

Α
αρπάζω κάτι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.

Middle Liddell

fut. σω fut. ξω
to snatch away before, Luc.; metaph., πρ. τὸ λεγόμενον to snap at a conclusion, anticipate hastily, Plat.