φιλοστοργία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[нежная любовь]], [[горячая привязанность]] (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[привязчивость]] ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.).
|elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[нежная любовь]], [[горячая привязанность]] (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[привязчивость]] ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:04, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοστοργία Medium diacritics: φιλοστοργία Low diacritics: φιλοστοργία Capitals: ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΑ
Transliteration A: philostorgía Transliteration B: philostorgia Transliteration C: filostorgia Beta Code: filostorgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία D.S.4.44; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.
3 of sexual love, D.S.1.64.

German (Pape)

[Seite 1286] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vive affection, tendresse.
Étymologie: φιλόστοργος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοστοργία:
1 нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);
2 привязчивость (ἁπλότης καὶ φ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερὰ ἀγάπη, στοργή, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· πρός τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) συμπάθεια μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόστοργος
τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.)
αρχ.
1. τρυφερότητα
2. ερωτική αγάπη.

Greek Monotonic

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλοστοργία, ἡ,
tender love, affectionateness, Xen.

English (Woodhouse)

filial affection

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)