ἀπότασις: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπότᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπότᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[вытягивание]] (ποδῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[удлинение]], [[продление]] (φωνῆς Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:40, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A lengthening, prolongation, ὅσων ἔστιν ἀπότασις τῆς φωνῆς, i.e. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Arist.HA545a17. cf. de An.420b8. 2 stretching out, τῆς χειρός Sor.1.101; τῶν ποδῶν Plu.2.670d; τετάνου ἴδιον ἡ ἐς εὐθὺ ἀπότασις Aret.SA1.6. 3 distension, of the breast, Sor.1.87. 4 reference, ἡ ἀπότασις πρὸς Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070, cf. A.D.Synt.35.28,al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1extensión, prolongación ἀπότασις τῆς φωνῆς Arist.HA 545a17
•emisión de voz ἀπότασιν ἔχει Arist.de An.420b8
•extensión ἀπότασις τῆς δεξιᾶς χειρός Sor.77.11, cf. Aret.SA 1.6.5.
2 distensión del pecho, Sor.65.29.
II referencia ἡ ἀπότασις πρὸς τὴν Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070P., πρὸς τὸ ὅλον A.D.Synt.35.27, cf. 113.5, 20.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allongement.
Étymologie: ἀποτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότᾰσις: εως ἡ
1 вытягивание (ποδῶν Plut.);
2 удлинение, продление (φωνῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότᾰσις: -εως, ἡ, παράτασις, ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· τέτανος ἡ ἐς εὐθὺ ἀπότασις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ συγγραφεύς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.
Greek Monolingual
ἀπότασις, η (Α) αποτείνω
1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα
2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια
3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον
4. ιατρ. διόγκωση.