ἁβροχίτων: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἁβροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj.<br /><b class="num">1</b> [[устланный мягкими покрывалами]] (εὐναί Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[в одежде из мягкой ткани]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in soft tunic, softly clad, AP9.538; epithet of Dionysus, Inscr.Cos5.11; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, A.Pers.543.
Spanish (DGE)
-ωνος
• Alolema(s): ἁβροκίτων Lindos 197f.5 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de finos y costosos cobertores εὐναί A.Pers.543.
2 de fina o suave túnica ὁ φύλαξ AP 9.538, de dioses: de Dioniso ICos EV 234.11 (I a.C.), Lindos l.c., Ἔρως Nonn.D.25.160, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ... Ἀθήνη Nonn.D.2.708, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ἄναξ de Jesucristo, Nonn.Par.Eu.Io.18.6.
German (Pape)
[Seite 5] ωνος, εὐναί, Lager, mit weichen Decken, Aesch. Pers. 535; mit prunkendem Gewand, Ep. ad. A. P. IX, 538; Διόνυσος Nonn. D. 43, 441; Μαιῶται Orph. Arg. 1063.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la molle couverture (lit).
Étymologie: ἁβρός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1 устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);
2 в одежде из мягкой ткани Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, μετὰ μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας μετὰ μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.
Greek Monotonic
ἁβροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λεπτό ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· εὐνὰς ἁβροχίτωνας, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
in soft tunic, softly clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, Aesch.