ἄοπλος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄοπλος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄοπλος:'''<br /><b class="num">1</b> невооруженный, преимущ. не имеющий щита или брони (ἄοπλοι καὶ ὡπλισμένοι Thuc.; ψιλοὶ καὶ ἄοπλοι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[незащищенный]], [[беззащитный]] ([[ἄνθρωπος]] γυμνὸς καὶ ἄ. Plat.; τὰ ἄοπλα τοῦ σώματος Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[не снабженный боевыми серпами]] ([[ἄρμα]] Xen.). - см. тж. [[ἄνοπλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:01, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, without heavy armour on (cf. ὁπλίτης), Th.4.9, etc.: generally, unarmed, Pl.Prt.321c; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, i.e. the back, X.Cyr.3.3.45; ἅρμα ἄοπλον a chariot without scythes, ib.6.4.16. Cf. ἄνοπλος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que no lleva armas pesadas de soldados, Th.4.9, 94, cf. X.Cyr.6.4.16, Polyaen.4.9.1.
2 fig. indefenso, inerme, desarmado φύσις Pl.Prt.321c, de los atenienses, D.13.15, τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα e.d. la espalda, X.Cyr.3.3.45, ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄοπλος Plu.2.98d, παρρησία ἄοπλος οὖσα D.C.39.39.5.
3 de un carro no falcado X.Cyr.6.4.16.
II adv. ἀόπλως = sin armas de la Virgen καταβάλλουσα ἀόπλως Hymn.(AS 1 p.530), ἀόπλως τροπούμενος Rom.Mel.65.proem.
German (Pape)
[Seite 272] u. bes. Sp. ἄνοπλος (ὅπλον), waffenlos, ungewaffnet, Plat. Prot. 321 c; aber Euthyd. 299 b steht ἄνοπλος; bes. ohne schwere Bewaffnung, ἄνοπλοι Her. 9, 52; ἀνόπλους Xen. Hier. 6, 4; Sp., wie D. Sic. 20, 11; von Schiffen, ἄνοπλοι Poll. 2, 11, die nicht zum Kriegsgebrauch eingerichtet sind; ἄοπλα ἅρματα Xen. Cyr. 6, 4, 16, ohne Sichel.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bouclier, sans armes ; ἅρμα ἄοπλον XÉN char non armé de faux.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ἄοπλος:
1 невооруженный, преимущ. не имеющий щита или брони (ἄοπλοι καὶ ὡπλισμένοι Thuc.; ψιλοὶ καὶ ἄοπλοι Plut.);
2 незащищенный, беззащитный (ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄ. Plat.; τὰ ἄοπλα τοῦ σώματος Xen.);
3 не снабженный боевыми серпами (ἄρμα Xen.). - см. тж. ἄνοπλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοπλος: -ον, ὁ ἄνευ ἀσπίδος, ὁ ἄνευ τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ (πρβλ. ὁπλίτης), Θουκ. 4.9· κτλ.: ἐν γένει, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Πρωτ. 321C· τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, ὅ ἐ. τὰ νῶτα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ἅρμα ἄοπλ., ἅρμα, ὄχημα πολεμικὸν ἄνευ δρεπάνων, αὐτόθι 6. 4, 16· ἐπὶ πλοίων, τὸ μὴ ὡπλισμένον, μὴ ἐξηρτυμένον πρὸς πόλεμον, Πολύβ. 2. 12, 3. ― Ἐπίρρ. -ως, Βυζ. ― Πρβλ. ἄνοπλος, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καὶ οὐχὶ τόσον δόκιμος τύπος, ἴδε Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ. ἐν λ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄοπλος, -ον)
αυτός που δεν έχει όπλα
αρχ.
1. όποιος δεν είναι βαριά οπλισμένος
2. «ἅρμα ἄοπλον» — άρμα χωρίς δρέπανα
3. (για πλοίο)
εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.
Greek Monotonic
ἄοπλος: -ον, αυτός που δεν φέρει ασπίδες (ὅπλα), που δεν φέρει βαρύ οπλισμό, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, αυτός που δεν φέρει όπλα, πολεμικό εξοπλισμό, σε Πλάτ.· ἅρμα ἄοπλον, το πολεμικό άρμα που δεν φέρει δρέπανα, σε Ξεν.
Middle Liddell
without shields (ὅπλα), without heavy armour, Thuc., etc.: generally, unarmed, Plat.; ἅρμα ἄοπλ. a chariot without scythes, Xen.