ὀξύβαφον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> sorte de saucière pour le vinaigre ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> saucière <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> vase à boire en forme de saucière;<br /><b>II.</b> mesure d'un quart de cotyle <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> sorte de saucière pour le vinaigre ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> saucière <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> [[vase à boire en forme de saucière]];<br /><b>II.</b> mesure d'un quart de cotyle <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠβᾰφον Medium diacritics: ὀξύβαφον Low diacritics: οξύβαφον Capitals: ΟΞΥΒΑΦΟΝ
Transliteration A: oxýbaphon Transliteration B: oxybaphon Transliteration C: oksyvafon Beta Code: o)cu/bafon

English (LSJ)

τό, (βάπτω) A small vinegar-saucer: then, generally, shallow earthen vessel, saucer, Hp. Morb.2.47, Cratin.187, Ar.Av.361, Antiph. 163.5(v.l.), Eub.65, Inscr.Délos 407.18 (ii B.C.), etc. 2 pl., a kind of harmonica made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (ὀψόβ-codd.), Suid.s.v. Διοκλῆς. II as a measure, the fourth part of a κοτύλη, about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. Thphr.HP9.11.7, al., Nic.Th.598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον BGU781 iii 5 (i A.D.), PMed.Strassb.p.7 K., is condemned by Phryn. PSp.97 B.)

German (Pape)

[Seite 351] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, βάπτω, u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Theil der κοτύλη od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. sorte de saucière pour le vinaigre ; p. ext.
1 saucière ou bol en gén.
2 vase à boire en forme de saucière;
II. mesure d'un quart de cotyle ou de 24 drachmes.
Étymologie: ὀξύς, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύβᾰφον: (ῠ) τό
1 уксусник Arph.;
2 соусник Arph.;
3 оксибаф (мера жидкостей = 0.0684 л).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύβᾰφον: τό, (βάπτω) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν σκεῦος, ἀλλὰ καὶ ποτήριον καὶ εἶδος μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν εἶδος κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον κοτύλης, περίπου τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598.

Greek Monolingual

ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.

Greek Monotonic

ὀξύβᾰφον: τό (βάπτω), μικρό δοχείο για τη φύλαξη του ξιδιού· έπειτα, γενικά, ρηχό δοχείο, μικρό κύπελλο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, βάπτω
a vinegar-saucer, then, generally, a shallow vessel, saucer, Ar.