κατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.
|elnltext=κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] [[verraden]], [[verklikt]]:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:05, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγγελτος Medium diacritics: κατάγγελτος Low diacritics: κατάγγελτος Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: katángeltos Transliteration B: katangeltos Transliteration C: kataggeltos Beta Code: kata/ggeltos

English (LSJ)

ον, denounced, betrayed, κ. γίγνεσθαί τινι Th.7.48, cf. D.C.Fr.11.14.

German (Pape)

[Seite 1341] angekündigt, verrathen, τινἰ γίγνεσθαι Thuc. 7, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
annoncé, dénoncé.
Étymologie: καταγγέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.

Russian (Dvoretsky)

κατάγγελτος: объявленный, известный (κατάγγελτόν τινι γίγνεσθαι Thuc.).

Greek Monolingual

κατάγγελτος, -ον (Α) καταγγέλομαι
αυτός εναντίον του οποίου έγινε καταγγελία
(«τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, προδεδομένος, κ. γίγνεσθαί τινι Θουκ. 7. 48, κτλ.

Middle Liddell

κατάγγελτος, ον [from καταγγέλλω
denounced, betrayed, Thuc.