νοήμων: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> réfléchi, prudent, sage;<br /><b>2</b> qui est dans son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> [[réfléchi]], [[prudent]], [[sage]];<br /><b>2</b> qui est dans son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήμων Medium diacritics: νοήμων Low diacritics: νοήμων Capitals: ΝΟΗΜΩΝ
Transliteration A: noḗmōn Transliteration B: noēmōn Transliteration C: noimon Beta Code: noh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.

Russian (Dvoretsky)

νοήμων: 2, gen. ονος
1 разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ δίκαιος Hom.);
2 находящийся в здравом уме Her.

Greek (Liddell-Scott)

νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.

English (Autenrieth)

ονος: thoughtful, discreet. (Od.)

Greek Monolingual

ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

νοήμων: (νοέω), -ον, γεν. -ονος·
I. σκεπτικός, ευφυής, αυτός που διαθέτει νόηση, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει σωστή κρίση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νοήμων, ονος, νοέω
I. thoughtful, intelligent, Od.
II. in one's right mind, Hdt.

German (Pape)

ον, nachdenkend, einsichtsvoll, verständig; οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι, Od. 2.282, vgl. 3.133, 13.209; Theocr. 25.80; παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα, Her. 3.34; Sp., wie Luc. Philops. 34.