κορυζάω: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τρέχει ἡ [[μύξα]] μου). Ἀπό τό [[κόρυζα]] (=[[μύξα]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[κορυζᾶς]] (=μυξιάρης), [[κορυζώδης]].
|mantxt=(=τρέχει ἡ [[μύξα]] μου). Ἀπό τό [[κόρυζα]] (=[[μύξα]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[κορυζᾶς]] (=[[μυξιάρης]]), [[κορυζώδης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>den [[Schnupfen]] haben</i>; Plat. <i>Rep</i>. I.343a ἡ τιτθὴ κορυζῶντά σε περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον; s. Arist. <i>Probl</i>. 1.16; Luc. <i>D.Mort</i>. 9.2.<br>übertragen, <i>[[stumpfsinnig]], [[einfältig]] sein</i>, Sp., [[πᾶσαι]] αἱ πόλεις ἐκορύζων Pol. 38.4.5 (so Bekker, vulg. ἐκόρυζον).
|ptext=<i>den [[Schnupfen]] haben</i>; Plat. <i>Rep</i>. I.343a ἡ τιτθὴ κορυζῶντά σε περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον; s. Arist. <i>Probl</i>. 1.16; Luc. <i>D.Mort</i>. 9.2.<br>übertragen, <i>[[stumpfsinnig]], [[einfältig]] sein</i>, Sp., [[πᾶσαι]] αἱ πόλεις ἐκορύζων Pol. 38.4.5 (so Bekker, vulg. ἐκόρυζον).
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυζάω Medium diacritics: κορυζάω Low diacritics: κορυζάω Capitals: ΚΟΡΥΖΑΩ
Transliteration A: koryzáō Transliteration B: koryzaō Transliteration C: koryzao Beta Code: koruza/w

English (LSJ)

A have a catarrh, run at the nose, Pl.R.343a (with a play on signf. ΙΙ), Arist.Pr.861a18; ἀλεκτρυόνα γέροντα ἤδη καὶ -ῶντα Luc.JTr.15. II metaph., drivel, ἐκορύζων αἱ πόλεις Plb.38.12.5, cf. Phld.D.1.11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un rhume de cerveau.
Étymologie: κόρυζα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυζάω [κόρυζα] een loopneus hebben; overdr. neuzelen:. κορυζᾷς je zwamt Men. Sam. 546.

Russian (Dvoretsky)

κορυζάω:
1 иметь насморк Plat., Arst., Luc.;
2 быть тупоумным, делать глупости (πᾶσαι ἐκορύζων αἱ πόλεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κορυζάω: ἔχω κατάρρουν τῆς ῥινός, τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., ἀνοηταίνω, βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)μένος» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.

Greek Monotonic

κορυζάω: μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κορυζάω, fut. -ήσω [from κόρυζα
to run at the nose, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=τρέχει ἡ μύξα μου). Ἀπό τό κόρυζα (=μύξα).
Παράγωγα: κορυζᾶς (=μυξιάρης), κορυζώδης.

German (Pape)

den Schnupfen haben; Plat. Rep. I.343a ἡ τιτθὴ κορυζῶντά σε περιορᾷ καὶ οὐκ ἀπομύττει δεόμενον; s. Arist. Probl. 1.16; Luc. D.Mort. 9.2.
übertragen, stumpfsinnig, einfältig sein, Sp., πᾶσαι αἱ πόλεις ἐκορύζων Pol. 38.4.5 (so Bekker, vulg. ἐκόρυζον).