πρατήριον: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[πιπράσκω]] (=πουλῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[πιπράσκω]] (=[[πουλῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 November 2022
English (LSJ)
Ion. πρητ-, τό, place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).
German (Pape)
[Seite 696] τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où l'on vend, marché.
Étymologie: πιπράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱτήριον: ион. πρητήριον τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.
Greek Monotonic
πρᾱτήριον: Ιων. πρητ-, τό, μέρος όπου γίνονται πωλήσεις, πωλητήριο, μαγαζί, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱτήριον: Ἰων. πρητ-, τό, τόπος ἔνθα ἐγίνοντο πράσεις, πωλητήριον, Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. πρατήρ. ― Κατὰ Μοῖριν σ. 314: «πωλητήριον Ἀττικοί· πρατήριον Ἕλληνες».
Middle Liddell
a place for selling, a market, Hdt.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πιπράσκω (=πουλῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.