βριμόομαι: Difference between revisions
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=δύναμη, [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=[[ἀγανάκτηση]]), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=[[ἀγανάκτηση]]). | |mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=[[δύναμη]], [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=[[ἀγανάκτηση]]), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=[[ἀγανάκτηση]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 November 2022
English (LSJ)
= βριμάομαι, ἐβριμοῦτο τῷ Κύρῳ was indignant with Cyrus, X.Cyr.4.5.9 (expld. by ἀπειλεῖ Ael.Dion.Fr.95): abs., Ph.1.681.
Spanish (DGE)
(βρῑμόομαι) 1 indignarse, enfadarse κατὰ μὲν βριμούμενοι Corinn.22(b), c. dat. ἐβριμοῦτό τε τῷ Κύρῳ X.Cyr.4.5.9, cf. Ph.1.681, Hsch.
2 amenazar, asustar Ael.Dion.β 18, Paus.Gr.β 21.
German (Pape)
[Seite 464] vor Zorn schnauben. in heftigen Zorn gerathen, τινί Xen. Cyr. 4, 5, 9; B. A. 30 ὑπὸ ὀργῆς βαρύνεσθαι.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. impf. 3ᵉ sg. ἐβριμοῦτο;
gronder de colère contre, τινι.
Étymologie: βρίμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριμόομαι [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] tekeergaan, met dat. tegen.
Russian (Dvoretsky)
βρῑμόομαι: быть в страшном гневе, сильно сердиться (τινι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
βρῑμόομαι: ἴδε ἐν λ. βριμάομαι.
Greek Monotonic
βρῑμόομαι: = βρῑμάομαι, σε Ξεν.
Mantoulidis Etymological
βριμοῦμαι καί βριμάομαι, βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος ὀργή). Ἀπό τή λέξη βρίμη (=δύναμη, ὄγκος, ἀπειλή). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.
Παράγωγα: ἐμβρίμημα καί ἐμβρίμησις (=ἀγανάκτηση), βριμώδης (=αὐστηρός), βρίμωσις (=ἀγανάκτηση).