ἀφανδάνω: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δέν [[ἀρέσω]], δυσαρεστῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + [[ἁνδάνω]].
|mantxt=(=δέν [[ἀρέσω]], [[δυσαρεστῶ]]). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + [[ἁνδάνω]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφανδάνω Medium diacritics: ἀφανδάνω Low diacritics: αφανδάνω Capitals: ΑΦΑΝΔΑΝΩ
Transliteration A: aphandánō Transliteration B: aphandanō Transliteration C: afandano Beta Code: a)fanda/nw

English (LSJ)

Ion. aor. inf. ἀπαδεῖν Hdt.2.129:—displease, not to please, εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387; σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ S.Ant.501.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. jón. ἀπαδεῖν Hdt.2.129]
desagradar, disgustar εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387, τῷ τὰ ... τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν Hdt.l.c., σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ para ti mis palabras son de por sí desagradables S.Ant.501.

German (Pape)

[Seite 407] (s. ἁνδάνω), mißfallen, praes. Od. 16, 387; Soph. Ant. 497; – aor. ion. ἀπαδεῖν, Her. 2, 129.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et inf. ao.2 ion. ἀπαδεῖν;
déplaire, n’être pas agréable à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁνδάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφανδάνω: (ион. inf. aor. 2 ἀπαδεῖν) не нравиться Hom., Her., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανδάνω: μέλλ. ἀφαδήσω· Ἰων. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀπαδεῖν Ἡρόδ. 2. 129: - ἀπαρέσκω, δυσαρεστῶ, εἰ δ’ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Ὀδ. Π. 387· σοί τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ Σοφ. Ἀντ. 501.

English (Autenrieth)

displease; μῦθος ἀφανδάνει, Od. 16.387†.

Greek Monolingual

ἀφανδάνω (Α)
δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»].

Greek Monotonic

ἀφανδάνω: μέλ. -αδήσω, Ιων., απαρ. αορ. βʹ ἀπαρδεῖν· στενοχωρώ, δυσαρεστώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell


to displease, not to please, Od., Hdt., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=δέν ἀρέσω, δυσαρεστῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + ἁνδάνω.