τροχαλός: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 , $3$4 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τροχαλός -ή -όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend. | |elnltext=τροχαλός -ή -όν [τρόχος] [[snel lopend]], [[zich snel bewegend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A running, τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν makes him run quick, Hes.Op. 518 (but v. infr. ΙΙ); Μοιράων τροχαλώτερε AP7.681 (Pall.); τ. ὄχοι swift-rolling, E.IA146 (anap.). Adv. -λῶς Gloss. II round, AP 5.34 (Rufin), Nic.Th.589, etc.; and in Hes. l.c., Eust. and others interpret it by κυρτός, bowed, bent; cf. τρόχμαλος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui court ; p. ext. rapide ; p. anal. roulant.
Étymologie: τροχός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχαλός -ή -όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend.
Russian (Dvoretsky)
τροχᾰλός:
1 бегущий, мчащийся (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;
2 круглый (γελασῖνοι Anth.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
κυρτός, κεκαμμένος
αρχ.
1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου
τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.)
2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα
3. στρογγυλός, κυκλικός.
επίρρ...
τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ
νεοελλ.
(μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»
(ως ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωνε το τεντωμένο σχοινί σιγά σιγά, κν. λάσκα αρία
μσν.
βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα -αλός (πρβλ. απ-αλός, ομ-αλός)].
Greek Monotonic
τροχᾰλός: -ή, -όν (τρέχω), αυτός που τρέχει, τροχαλόν τινα τιθέναι, κάνω κάποιον να τρέχει γρήγορα, σε Ησίοδ.· τροχαλοὶ ὄχοι, αυτοί που ρολάρουν γρήγορα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τροχᾰλός: -ή, -όν, (τρέχω) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ ταχέως κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. στρογγύλος, Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ κυρτός, κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. τρόχμαλος.
Middle Liddell
τροχᾰλός, ή, όν τρέχω
running, τροχαλόν τινα τιθέναι to make one run quick, Hes.; τρ. ὄχοι swift-rolling, Eur.
German (Pape)
1 laufend, schnell; γέρων, Hes. O. 520; ὄχοι, Eur. I.A. 146; – überhaupt leicht beweglich, flink, hurtig, geläufig.
2 rund; ὀπωπαί, Christod. 1.22; γελασῖνοι, Rufin. 2 (V.35).