προσφίλεια: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid. | |elnltext=προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] [[vriendelijkheid]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, kindness, goodwill, δαιμόνων A.Th.515.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, Freundlichkeit, Freundschaft, δαιμόνων, Aesch. Spt. 497.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance.
Étymologie: προσφιλής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid.
Russian (Dvoretsky)
προσφίλεια: (ῐ) ἡ дружелюбие, благожелательность Aesch.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσφιλής
η φιλική διάθεση προς κάποιον.
Greek Monotonic
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, καλοσύνη, καλή θέληση, ευμένεια, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, ἀγαθότης διαθέσεως, εὐμένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 515.