πωλητήριον: Difference between revisions
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πωλητήριον -ου, τό [πωλητής] verkooppunt. | |elnltext=πωλητήριον -ου, τό [πωλητής] [[verkooppunt]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:51, 29 November 2022
English (LSJ)
τό, A place where wares are sold, auction-room, shop, Hermipp.93 (nisi leg. πωλητῆρα), X.Vect.3.13 (pl.), App.BC3.23 (pl.). II τὸ π. τοῦ μετοικίου the office of the πωληταί, who farmed out the metic-tax, D.25.57, cf. Hyp.Fr.270.
German (Pape)
[Seite 827] τό, 1) der Ort, wo Waaren verkauft werden, Laden, Gewölbe; Xen. vect. 3, 13; Luc. Pisc. 27 vit. auct. 1. – 2) der Ort, wo sich die πωληταί versammeln, um die öffentlichen Abgaben zu verpachten u. einzunehmen, τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 27; vgl. Harpocrat.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 endroit pour vendre, halle, marché;
2 endroit où se réunissent les πωληταί.
Étymologie: πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλητήριον -ου, τό [πωλητής] verkooppunt.
Russian (Dvoretsky)
πωλητήριον: τό
1 πωλέω торговый склад, лавка Xen.;
2 πωλητής полетерий (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem.
Greek Monotonic
πωλητήριον: τό (πωλέω)·
I. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν.
II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πωλητήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνεται πώλησις, ἢ δημοπρασία, πρατήριον, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 12, Ξεν. Πόροι 3. 3. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ π. τοῦ μετοικίου, ὁ τόπος ἔνθα συνήδρευον οἱ πωληταί, οἵτινες ἐπώλουν εἰς τὸν πλειοδότην τὸν φόρον τῶν μετοίκων, Δημ. 787, 27,
Middle Liddell
πωλητήριον, ου, τό, πωλέω
I. a place where wares are sold, an auction-room, shop, Xen.
II. the office of the πωληταί, Dem.