ἀναφώνημα: Difference between revisions
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[proclamation]], [[acclamation]];<br /><b>2</b> exclamation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφωνέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[proclamation]], [[acclamation]];<br /><b>2</b> [[exclamation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφωνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc. 2 exclamation, Id.Mar.19. 3 interjection, Heph.Poëm.5.3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
•en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.
German (Pape)
[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφώνημα: ατος τό
1 восклицание Plut.;
2 провозглашение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.
Greek Monolingual
ἀναφώνημα, το (AM)
αρχ.
χαιρετισμός, επευφημία
μσν.
το τραγούδι.
Greek Monotonic
ἀναφώνημα: -ατος, τό, ανακήρυξη, αναγόρευση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀναφωνέω
a proclamation, Plut.