διάζευξις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] [[scheiding]], [[isolement]].
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] [[scheiding]], [[isolement]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Trennung]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[σύζευξις]], Plat. <i>Legg</i>. XI.930b; ἡ τοῦ σώματος, vom [[Körper]], <i>Phaed</i>. 88b. In der [[Musik]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[συναφή]], Plut. <i>frat. am</i>. 20.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάζευξις]], εως [from διαζεύγνῠμαι]<br />a disjoining, [[parting]], Plat.
|mdlsjtxt=[[διάζευξις]], εως [from διαζεύγνῠμαι]<br />a disjoining, [[parting]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Trennung]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[σύζευξις]], Plat. <i>Legg</i>. XI.930b; ἡ τοῦ σώματος, vom [[Körper]], <i>Phaed</i>. 88b. In der [[Musik]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[συναφή]], Plut. <i>frat. am</i>. 20.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάζευξις Medium diacritics: διάζευξις Low diacritics: διάζευξις Capitals: ΔΙΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: diázeuxis Transliteration B: diazeuxis Transliteration C: diazefksis Beta Code: dia/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A disjoining, parting, τοῦ σώματος Pl.Phd.88b; δ. τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι Id.Lg.930b; ἡ δ. τῶν γυναικῶν, in Crete, Arist.Pol.1272a23. 2 Musical term, disjunction of two tetrachords, Plu.2.491a, Cleonid.Harm.10, etc. 3 Gramm., disjunction, κατὰ διάζευξιν παραλαμβάνεσθαι A.D.Synt.125.12: in Logic, συμπλοκαὶ καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a. 4 Medic., κατὰ διάζευξιν by exclusive reckoning, Gal.18(2).232, al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 desunión, separación (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.Phd.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.Solut.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.
separación, alejamiento ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A
de los esposos separación, divorcio τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.Lg.930b, cf. Arist.Pol.1272a23, I.AI 11.195, Iust.Nou.22.20
ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. συνάφεια Gal.18(2).232, cf. 233.
2 gram. disyunción (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas A.D.Synt.125.12, cf. Gramm.Pap.1.57
en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.
3 mús. disyunción entre dos tetracordios, Aristox.Harm.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.Harm.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
disjonction, désunion, séparation.
Étymologie: διαζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.

German (Pape)

ἡ, Trennung, Gegensatz σύζευξις, Plat. Legg. XI.930b; ἡ τοῦ σώματος, vom Körper, Phaed. 88b. In der Musik im Gegensatz von συναφή, Plut. frat. am. 20.

Russian (Dvoretsky)

διάζευξις: εως ἡ
1 разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);
2 расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);
3 грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);
4 муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце).

Greek Monotonic

διάζευξις: -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διάζευξις: -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, διαχωρισμός, ἀντίθ. σύζευξις, Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς μουσικός ὅρος, ἡ διάζευξις δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. συναφή, Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε διαζεύγνυμαι 2.

Middle Liddell

διάζευξις, εως [from διαζεύγνῠμαι]
a disjoining, parting, Plat.