αὐλαία: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rideau]], [[tenture de porte]];<br /><b>2</b> [[tapis]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rideau]], [[tenture de porte]];<br /><b>2</b> [[tapis]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Vorhang]]</i>, Pol. 33.3; Plut. <i>Alex</i>. 49, <i>Pyrrh</i>. 20; bes. <i>[[Theatervorhang]]</i>, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; <i>[[Tapete]]</i>, Plut. <i>Alex</i>. 40.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[αὐλαία]])<br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]]<br /><b>2.</b> το [[παραπέτασμα]] που κλείνει τη [[σκηνή]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ανοίγει...» ή «υψώνεται η [[αυλαία]]» — αρχίζει η [[παράσταση]]<br />β) «κλείνει...» ή «πέφτει η [[αυλαία]]» — τελειώνει η [[παράσταση]] ή το [[δράμα]] (κυριολεκτικά και μεταφορικά)<br /><b>μσν.</b><br />η [[σκηνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλί]]<br /><b>2.</b> [[δίχτυ]] για πουλιά.
|mltxt=η (AM [[αὐλαία]])<br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]]<br /><b>2.</b> το [[παραπέτασμα]] που κλείνει τη [[σκηνή]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ανοίγει...» ή «υψώνεται η [[αυλαία]]» — αρχίζει η [[παράσταση]]<br />β) «κλείνει...» ή «πέφτει η [[αυλαία]]» — τελειώνει η [[παράσταση]] ή το [[δράμα]] (κυριολεκτικά και μεταφορικά)<br /><b>μσν.</b><br />η [[σκηνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλί]]<br /><b>2.</b> [[δίχτυ]] για πουλιά.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Vorhang]]</i>, Pol. 33.3; Plut. <i>Alex</i>. 49, <i>Pyrrh</i>. 20; bes. <i>[[Theatervorhang]]</i>, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; <i>[[Tapete]]</i>, Plut. <i>Alex</i>. 40.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή) curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; especially in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in plural, screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cortina, lienzo οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139, ἐρεᾶ PCair.Zen.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. Michel 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.Char.5.9, Plb.33.5.2, Plu.Alex.49, Them.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. αὐλεία.
2 quizá telón de teatro Men.Fr.684.
3 arpillera para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.Bel.95.34.
4 especie de toldo o toldillo en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ PRyl.558.3 (III a.C.).
5 red de caza πρὸς θήρας Plu.Alex.40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.

German (Pape)

ἡ, Vorhang, Pol. 33.3; Plut. Alex. 49, Pyrrh. 20; bes. Theatervorhang, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; Tapete, Plut. Alex. 40.

Russian (Dvoretsky)

αὐλαία:
1 завеса, занавес Polyb., Plut.;
2 ковер Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

Greek Monolingual

η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.