δόκημα: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "concr" to "concr") |
m (Text replacement - "abstr" to "abstr") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[creencia]], [[opinión]] δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν [[ἐλπίς]] E.<i>HF</i> 771, δοκήμασι según las opiniones</i>, según creen</i> E.<i>IT</i> 176.<br /><b class="num">2</b> [[aparición]], [[visión]] δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.<i>HF</i> 112.<br /><b class="num">3</b> [[apariencia]], [[parecer]] τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.<i>Tr</i>.411, τὰ δοκήματα op. [[τὰ φύντα]] ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.<i>Fr</i>.18M.<br /><b class="num">II</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[decreto]] ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις <i>Nouveau Choix</i> 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. <i>SEG</i> 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).<br /><b class="num">2</b> [[sentencia]], [[decisión]] en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto <i>IG</i> 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:49, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359. 2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.). II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I abstr.
1 creencia, opinión δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν ἐλπίς E.HF 771, δοκήμασι según las opiniones, según creen E.IT 176.
2 aparición, visión δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.HF 112.
3 apariencia, parecer τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.Tr.411, τὰ δοκήματα op. τὰ φύντα ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.Fr.18M.
II concr.
1 decreto ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις Nouveau Choix 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. SEG 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).
2 sentencia, decisión en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto IG 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vision;
2 apparence;
3 opinion.
Étymologie: δοκέω.
Russian (Dvoretsky)
δόκημα: ατος τό
1 мнение: δοκημάτων ἐκτός Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;
2 видение, призрак (δ. νυκτερωπόν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.
Greek Monolingual
δόκημα, το (Α) δοκώ
1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων»)
2. γνώμη, προσδοκία
3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).
Greek Monotonic
δόκημα: -ατος, τό (δοκέω),·
1. όραμα, φάντασμα, σε Ευρ.· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.
2. γνώμη, προσδοκία, στον ίδ.
Middle Liddell
n δοκέω
1. a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur.
2. opinion, expectation, Eur.
English (Woodhouse)
appearance, conceit, fancy, idea, imagination, notion, semblance, mere opinion