εὐτείχεος: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> solides murailles, bien fortifié.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]]. | |btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> [[solides murailles]], [[bien fortifié]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, (τεῖχος) well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
German (Pape)
mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, Τροίη, Ἴλιος, Il. 1.129, 2.113; πόλιν εὐτείχεα (wie von dem Folgdn mit verändertem Akzent, wenn nicht mit Lobeck paralip. 246 εὐτειχέα zu schr.), 16.57.
Russian (Dvoretsky)
εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.
English (Autenrieth)
metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.
Greek Monolingual
εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.