ἀποτμήγω: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> séparer en coupant, | |btext=<b>1</b> [[séparer en coupant]], [[couper]] : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l'écart, loin de l'armée, loin (des murs) de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τμήγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:50, 10 December 2022
English (LSJ)
Ep. for ἀποτέμνω, A cut off from, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456; τὸν . . λαοῦ ἀποτμήξαντε 10.364, etc. 2 cut off, sever, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146; μήδεα Hes.Th.188; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— Pass., μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052: c. gen., τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34.
Spanish (DGE)
1 cortar, seccionar χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Il.11.146, λαιμόν Il.18.34 (var.), cf. Nic.Al.101, κεφαλήν Od.10.440, μήδεα Hes.Th.188, cf. Nonn.Par.Eu.Io.7.21, βόστρυχον ... καρήνου Nonn.D.2.640, δόνακας Agath.5.22.9, δίκτυον AP 11.52
•en v. med. mismo sent. ἀποτμήξαιο κορύνην Nic.Th.853.
2 en la tierra o edificios cortar, producir cortaduras en πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι entonces las torrenteras forman muchas ramblas, Il.16.390, Ἰνδὸς γαῖαν ἀποτμήγει el Indo delimita la tierra D.P.1133
•en v. med. mismo sent. ἰσθμὸν ἀποτμήξαντο en una construcción cortaron el pasillo Paul.Sil.Ambo 295.
3 de pers. cortar el paso o la retirada, aislar, separar ἕ ... μοῦνον ἐόντα Il.11.468
•c. ac. y gen. τὸν ... λαοῦ Il.10.364, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Il.22.456, οὓς ... πατρῴης ... ἀποτμήξαντες ἀρούρης Nonn.D.14.43, en v. pas. ὅτε μοῦνοι ἀποτμηγέντες ἔασιν cuando están solos y separados A.R.4.1052.
4 de abstr. y ciertos continuos cortar, separar οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι no separará al ser de estar unido al ser Parm.B 4.2, cf. en v. pas. ὡς μὴ ἀποτμήγεσθαι τοῦ ἑνὸς τὸ ἑνὸς τὸ ἕν Dam.Pr.34 (p.68)
•de un preparado separar, apartar ἔνθεν ἀποτμήγων ... δραχμαῖον de ahí apartando una dracma Nic.Th.713.
German (Pape)
[Seite 331] p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v.l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v.l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v.l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
French (Bailly abrégé)
1 séparer en coupant, couper : χεῖρας IL, λαιμόν IL les mains, la gorge;
2 fig. τινα λαοῦ, πόλιος IL amener (un combattant) à l'écart, loin de l'armée, loin (des murs) de la ville.
Étymologie: ἀπό, τμήγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτμήγω: эп. = ἀποτέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμήγω: μέλλ. -ξω, Ἐπ. ἀντὶ ἀποτέμνω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος Ἰλ. Χ. 456· τὸν... λαοῦ ἀποτμήξαντε Κ. 364, κτλ.· ἀποκόπτω τι διὰ ξίφους, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας Λ. 146· πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ’ ἀποτμήγουσι χαράδραι, «πολλὰς δὲ ὀρέων ἀποκλίσεις ἀποτέμνονται οἱ ὑπὸ τῶν χειμάρρων ἐκρησσόμενοι αὐλῶνες» (Σχόλ.), Π. 390: - Παθ., μοῦνοι ἀποτμηγέντες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1052.
English (Autenrieth)
(= ἀποτέμνω), aor. opt. ἀποτμήξειε, part. ἀποτμήξᾶς: cut off, sever; κλῖτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι, ‘score,’ Il. 16.390; fig., cut off, intercept, Il. 10.364, Il. 11.468.
Greek Monolingual
ἀποτμήγω (Α)
(επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά].
Greek Monotonic
ἀποτμήγω: μέλ. -ξω, Επικ. αντί ἀπο-τέμνω·
1. αποκόπτω από, τινά τινός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω, στο ίδ.· κλιτῦς ἀποτμήγω, διαχωρίζω ή διασχίζω τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.
Middle Liddell
1. epic for ἀποτέμνω, to cut off from, τινά τινος Il.
2. to cut off, sever, Il.; κλιτῦς ἀπ. to cut up or plough the hill-sides, Il.