θυσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(CSV import)
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thysiazo
|Transliteration C=thysiazo
|Beta Code=qusia/zw
|Beta Code=qusia/zw
|Definition=[[sacrifice]], μῆλα <span class="bibl">Strato Com.1.21</span>; [[θυσίαν]], [[θυσίασμα]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ch.</span>7.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Es.</span>6.3</span>; <b class="b3">ὑπέρ τινος</b> dub. l. in <span class="bibl">Lys.6.4</span>; ὑπὲρ τοῦ δήμου <span class="title">OGI</span>339.36 (Sestos, ii B.C.); <b class="b3">τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων</b> ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν <span class="bibl">D.S.4.3</span>: abs., <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Ch.</span>21.28</span>, al., <span class="title">IG</span>3.74.16, etc.: [[θυσιάζουσαι]], [[αἱ]], title of mime by Herodas.
|Definition=[[sacrifice]], μῆλα <span class="bibl">Strato Com.1.21</span>; [[θυσίαν]], [[θυσίασμα]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ch.</span>7.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">2 Es.</span>6.3</span>; <b class="b3">ὑπέρ τινος</b> dub. l. in <span class="bibl">Lys.6.4</span>; ὑπὲρ τοῦ δήμου <span class="title">OGI</span>339.36 (Sestos, ii B.C.); <b class="b3">τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων</b> ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν <span class="bibl">D.S.4.3</span>: abs., <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">1 Ch.</span>21.28</span>, al., <span class="title">IG</span>3.74.16, etc.: [[θυσιάζουσαι]], αἱ, title of mime by Herodas.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:51, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσιάζω Medium diacritics: θυσιάζω Low diacritics: θυσιάζω Capitals: ΘΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: thysiázō Transliteration B: thysiazō Transliteration C: thysiazo Beta Code: qusia/zw

English (LSJ)

sacrifice, μῆλα Strato Com.1.21; θυσίαν, θυσίασμα, LXX 2 Ch.7.5, 2 Es.6.3; ὑπέρ τινος dub. l. in Lys.6.4; ὑπὲρ τοῦ δήμου OGI339.36 (Sestos, ii B.C.); τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν D.S.4.3: abs., LXX 1 Ch.21.28, al., IG3.74.16, etc.: θυσιάζουσαι, αἱ, title of mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 1228] opfern; μῆλα Strato bei Ath. VIII, 382 e; ἱερεῖα Luc. Hermot. 57; a. Sp., wie D. Sic. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

offrir un sacrifice.
Étymologie: θυσία.

Russian (Dvoretsky)

θῠσιάζω: совершать жертвоприношения, приносить жертвы (τινί Luc.; θεῷ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσιάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ θύω, ὡς καὶ νῦν, βοῦν, μῆλα Στράτων παρ’ Ἀθην. 382Ε· ὑπέρ τινος Λυσ. 103. 31. 2) θ. τινί, προσφέρω ὡς θυσίαν εἴς τινα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b· τινὶ ὑπέρ τινος 5127Β. 37· θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν Διόδ. 4. 3. 3) μετ’ αἰτ., τοὺς... βωμοὺς θ., θυσιάζω ἐπὶ τῶν β., ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 602. 40.

Spanish

realizar un sacrificio

Greek Monolingual

(ΑΜ θυσιάζω) θυσία
προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)
νεοελλ.
1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου
2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως το πούλησα»)
3. μέσ. θυσιάζομαι
α) είμαι έτοιμος να υποστώ χωρίς ιδιοτέλεια τα πάντα για χάρη κάποιου άλλου
β) πεθαίνω για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την πατρίδα»).

Greek Monotonic

θῠσιάζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία, σε Λυσ.

Middle Liddell

θῠσιάζω, fut. -σω
to sacrifice, Lys..

Léxico de magia

realizar un sacrificio ὁπόταν δὲ γενήται ἐν κριῷ, χαμαικοίτει πρὸ μιᾶς καὶ θυσιάσας ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα cuando (la luna) se encuentre en Aries, duerme en tierra una noche antes y realiza un sacrificio quemando las siete sustancias aromáticas P XIII 350 οὕτω τούτῳ πάντοτε θυσίαζε καὶ τὰς εὐσεβείας πρόσφερε de este modo realiza los sacrificios siempre en su honor y ofrécele actos piadosos P XIII 716