δύσκλεια: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala fama]], [[deshonra]], [[ignominia]] δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. [[εὔκλεια]] X.<i>Cyn</i>.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.<i>Ai</i>.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.<i>Fr</i>.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.<i>Med</i>.218, de Heracles, E.<i>HF</i> 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.<i>Tr</i>.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.<i>Hel</i>.1506, δ. ἐς [[ἀεί]] E.<i>Or</i>.830, τὴν δύσκλειαν | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala fama]], [[deshonra]], [[ignominia]] δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. [[εὔκλεια]] X.<i>Cyn</i>.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.<i>Ai</i>.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.<i>Fr</i>.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.<i>Med</i>.218, de Heracles, E.<i>HF</i> 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.<i>Tr</i>.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.<i>Hel</i>.1506, δ. ἐς [[ἀεί]] E.<i>Or</i>.830, τὴν δύσκλειαν αὐτοῦ ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.<i>Cat.Mi</i>.73, op. [[κλέος τε καὶ ἔπαινος]] Pl.<i>Lg</i>.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.<i>AI</i> 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ [[ἀδοξία]] <i>Anecd.Ludw</i>.16.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:32, 11 December 2022
English (LSJ)
ἡ, A ill-fame, infamy, S.Fr.188, E.Med.218, Th.3.58, Pl.Lg.663a, etc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace them, S.Aj.143 (anap.). II ingloriousness, D.60.24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mala fama, deshonra, ignominia δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.Cyn.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.Ai.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.Fr.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.Med.218, de Heracles, E.HF 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.Tr.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.Hel.1506, δ. ἐς ἀεί E.Or.830, τὴν δύσκλειαν αὐτοῦ ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.Cat.Mi.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.Lg.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.AI 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ ἀδοξία Anecd.Ludw.16.7.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, übler Ruf, a) böses Gerücht, Soph. Ai. 143, Schol. κακὴ φήμη. – b) Schande; Eur. Med. 218; Plat. Legg. II, 663 a u. Sp., wie Plut. Cat. min. 73. – c) Unberühmtheit, neben σκότος Dem. 60, 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mauvaise réputation ; ignominie;
2 mauvais bruit.
Étymologie: δυσκλεής.
Russian (Dvoretsky)
δύσκλεια: ἡ
1 отсутствие славы, безвестность Dem.;
2 дурная слава Soph.;
3 бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκλεια: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. ἀδοξία, Δημ. 1396. 18.
Greek Monolingual
δύσκλεια, η (Α)
1. κακή φήμη
2. καταισχύνη
3. αδοξία.
Greek Monotonic
δύσκλεια: ἡ, κακή φήμη, υπόληψη, δυσφημία, καταισχύνη, σε Ευρ., Θουκ.· ἐπὶ δυσκλείᾳ, ρέποντας προς την καταισχύνη, σε Σοφ.
Middle Liddell
δύσκλεια, ἡ, [from δυσκλεής
ill-fame, an ill name, infamy, Eur., Thuc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace him, Soph.