συμπαρακελεύομαι: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=exhorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακελεύω]]. | |btext=[[exhorter ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακελεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:55, 8 January 2023
English (LSJ)
Med., help in inciting, Isoc.13.21.
German (Pape)
[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.
French (Bailly abrégé)
exhorter ensemble.
Étymologie: σύν, παρακελεύω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακελεύομαι: совместно побуждать, вместе увещевать Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].
Greek Monotonic
συμπαρακελεύομαι: αποθ., παρακινώ, εξεγείρω, προτρέπω από κοινού, σε Ισοκρ.