εὔαρκτος: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[facile à gouverner]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (ἄρχω) easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
εὔαρκτος: легко управляемый, послушный (στόμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
Greek Monolingual
εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άναρκτος, δύσαρκτος].
Greek Monotonic
εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-αρκτος, ον ἄρχω
easy to govern, manageable, of a horse's mouth, Aesch.