ζάγκλον: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />faucille.<br />'''Étymologie:''' DELG mot sicilien de [[Ζάγκλη]] = Messine, dont le port a une forme de faucille.
|btext=ου (τό) :<br />[[faucille]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot sicilien de [[Ζάγκλη]] = Messine, dont le port a une forme de faucille.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάγκλον Medium diacritics: ζάγκλον Low diacritics: ζάγκλον Capitals: ΖΑΓΚΛΟΝ
Transliteration A: zánklon Transliteration B: zanklon Transliteration C: zagklon Beta Code: za/gklon

English (LSJ)

τό, reaping-hook, sickle, Sicilian for δρέπανον, Th.6.4, cf. Call.Aet.Oxy.2080.73. (ζάγκλιον,= σκολιόν, acc. to Str.6.2.3.)

German (Pape)

[Seite 1135] τό, = Vor., nach Thuc. 6, 4 u. St. B. eigtl. sicilisch, wie ζάγκλιον, nach Strab. 6, 2, 3 = σκολιόν. Andere deuteten ἄγκλιον, = ἄγκυλον, u. erklärten so den Namen der Stadt Ζάγκλη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
faucille.
Étymologie: DELG mot sicilien de Ζάγκλη = Messine, dont le port a une forme de faucille.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάγκλον -ου, τό, Syr. voor δρέπανον, sikkel. Thuc. 6.4.5.

Russian (Dvoretsky)

ζάγκλον: τό серп (τὸ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζ. καλοῦσιν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ζάγκλον: τό, δρέπανον πρὸς θερισμόν, Λατ. falx, Θουκ. 6. 4· κατὰ τὸν Στράβ. 268. ζάγκλιον = σκολιὸν (καὶ ἑπομένως συγγενὲς τῷ ἀγκύλος)· καὶ ὁ Θουκ. 6. 4 λέγει ὅτι ἦτο λέξις Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ δρέπανον· πρβλ. Κουρτ. Gr. Et. σ. 606.

Greek Monolingual

ζάγκλον, τὸ (Α)
δρεπάνι για θέρισμα («τὸ δὲ δρέπανον οἱ Σικελοὶ ζάγκλον καλοῦσι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ζάγκλη].

Greek Monotonic

ζάγκλον: τό, δρεπάνι που χρησιμοποιείται κατά τον θερισμό, Λατ. falx· σικελική λέξη αντί δρέπανον, σε Θουκ. Απ' όπου Ζάγκλη, αρχαίο όνομα της Μεσσήνης.

Middle Liddell

ζάγκλον, ου, τό,
a reaping-hook or sickle, Lat. falx, Sicilian word for δρέπανον, Thuc. Hence Ζάγκλη, the ancient name for Messana.