θηροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les bêtes sauvages.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui tue les bêtes sauvages]].<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[κτείνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροκτόνος Medium diacritics: θηροκτόνος Low diacritics: θηροκτόνος Capitals: ΘΗΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: thēroktónos Transliteration B: thēroktonos Transliteration C: thiroktonos Beta Code: qhrokto/nos

English (LSJ)

ον, killing wild beasts, epithet of Heracles, IG5(2).91 (Tegea); of Artemis, E.IA1570, Corn.ND3, Porph.Abst.1.22; ἐν φοναῖς θ. in the chase, E.Hel.154.

German (Pape)

[Seite 1210] Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

θηροκτόνος: убивающий диких животных: φοναί θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.

Greek (Liddell-Scott)

θηροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία· ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους, Συλλ. Ἐπιγρ. 1531· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. ἐν κυνηγίῳ, Εὐρ. Ἑλ. 154.

Spanish

matador de fieras

Greek Monolingual

θηροκτόνος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα
2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο κυνήγι, Ευριπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλοκτόνος, τυραννοκτόνος.

Greek Monotonic

θηροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. στο κυνήγι, σε Ευρ.

Middle Liddell

θηρο-κτόνος, ον κτείνω
killing wild beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the chase, Eur.

Léxico de magia

-ον matador de fieras de Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ' ἴθι μοι, νυχία, θηροκτόνε, δεῦρ' ἐπ' ἀγωγῆς ven aquí, junto a mí, nocturna, matadora de fieras, ven con esta evocación P IV 2543