ἀλητεία: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vie errante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλήτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[vie errante]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλήτης]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλητεία Medium diacritics: ἀλητεία Low diacritics: αλητεία Capitals: ΑΛΗΤΕΙΑ
Transliteration A: alēteía Transliteration B: alēteia Transliteration C: aliteia Beta Code: a)lhtei/a

English (LSJ)

Dor. ἀλᾱτεία, ἡ, wandering, roaming; δυσπλάνοις ἀλατείαις A.Pr.900 (lyr.); ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.523 (lyr.), cf. 934; in later Prose, Vett.Val.4.18, prob. in Ph.1.658.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -είη Orph.A.103, dór. ἀλᾱτεία E.Hel.523
• Prosodia: [ᾰ-]
correría, vagar errante δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις ὕπο A.Pr.900, ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.l.c., cf. 934, ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ' ἀλητείαν τε σήν E.Io 576, με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε μήτηρ Orph.A.103
tb. en prosa ἐπαύθη τῆς ἀλητείας Tz.ad Lyc.1232.

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, das Herumirren, Eur. Ion 578 Hel. 934; Philo.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vie errante.
Étymologie: ἀλήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλητεία -ας, ἡ, Ion. ἀλητείη, Dor. ἀλᾱτεία ἀλήτης zwerftocht, dwaaltocht.

Russian (Dvoretsky)

ἀλητεία: дор. ἀλᾱτεία (ᾰλ) ἡ странствование, скитание, бродячая жизнь Aesch., Eur.

Middle Liddell

[from ἀλητεύω
a wandering, roaming, Aesch., Eur.

Greek Monolingual

η (Α ἀλητεία) ἀλητεύω
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) συνεχής και άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αγυρτεία
αρχ.
περιπλάνηση, περιδιάβαση.

Greek Monotonic

ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, , περιπλάνηση, περιφορά, αλητεία, χάζεμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, ἡ, περιπλάνησις = τὸ περιφέρεσθαι, δυσπλάνοις ἀλατείαις, Αἰσχύλ. Πρ. 900 (λυρ.)· ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων, Εὐρ. Ἑλ. 523· πρβλ. 934.

English (Woodhouse)

wandering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)