ἄπληκτος: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non frappé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλήττω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non frappé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλήττω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ον,
A unstricken, of a horse needing no whip or needing no spur, Eup. 232, Pl.Phdr.253d: metaph., Plu.2.721e; unwounded, without receiving a blow, φροῦδοι δ' ἄ. E.Rh.814; immune from stings, Dsc. 2.118; of a plant, uninjured, Thphr.HP9.14.1.
2 Act., not striking, in Adv. ἀπλήκτως = without pulsation, without pulse, without beating, Procl.in Cra.p.37P.
II Act., non-irritating, not irritating or not pungent, Sor.2.59: Comp., not too stimulating, Herod.Med. ap. Aët.5.116. Adv. ἀπλήκτως = without irritating Ruf. ap. Orib.8.24.53.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no golpeado, sin recibir un golpe φροῦδοι δ' ἄ. E.Rh.814.
2 no picado, libre de picaduras, no picado por insectos ἄ. διαμένει Dsc.2.118
•indemne, no dañado de una planta, Thphr.HP 9.14.1
•fig. τὸ ἄπληκτον = falta de contacto como característica del silencio, Plu.2.721d.
II que no necesita de la espuela ἵππος Eup.232, Pl.Phdr.253d, Philostr.Im.2.2.
III 1que no pica o irrita de un olor, Sor.137.11.
2 que no estimula πρόσκλυσμα Herod.Med. en Aët.5.120.
IV 1sin pulso Procl.in Cra.37.
2 sin estímulo Ruf. en Orib.8.24.53.
German (Pape)
[Seite 292] ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non frappé.
Étymologie: ἀ, πλήττω.
Russian (Dvoretsky)
ἄπληκτος:
1 нетронутый, невредимый (φροῦδοι ἄπληκτοι Eur.);
2 неприкосновенный, неуязвимый (ἀπαθὴς καὶ ἄ. Plut.);
3 не нуждающийся в побоях (ἵππος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληκτος: -ον, ὁ μὴ πληττόμενος, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἀνάγκην μάστιγος ἤ μυώπων, ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν»· ἄπληκτος (ἵππος) κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D, ὡς τὸ ἀκέντητος, ἐν Πινδ. Ο. 1. 33· μεταφ., Πλούτ. 2. 721Ε: ― μὴ πληγωθείς, μὴ κτυπηθείς, φροῦδοι δ’ ἄπλ. Εὐρ. Ρῆσ. 814· ἐπὶ φυτῶν, τὸ μὴ πληγέν, τὸ μὴ παθὸν βλάβην, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 14, 1. ΙΙ. ἐνεργητ. ὁ μὴ ἐρεθίζων ἢ κεντῶν, παρ’ Ἰατρ., ὡς Ἄντυλλ. Matth 109: ― Ἐπίρρ. -τως Ὀρειβάσ. 2. 218, Daremb.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπληκτος, -ον) πλήττω
αυτός που δεν έχει πληγωθεί ή κτυπηθεί
αρχ.
1. (για άλογα) αυτός που δεν χρειάζεται μαστίγωμα ή κέντρισμα
2. (για φυτά) αβλαβής.
Greek Monotonic
ἄπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που δεν έχει δεχθεί χτυπήματα, λέγεται για άλογο που δεν έχει ανάγκη από μαστίγιο ή σπιρούνι, σε Πλάτ.· αυτός που δεν έχει τρυαματιστεί ή πληγωθεί, σε Ευρ.
Middle Liddell
πλήσσω
unstricken, of a horse needing no whip or spur, Plat.:— unwounded, Eur.