ὁμογάστριος: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[né du même sein]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γαστήρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, from the same womb, born of the same mother, uterine, κασίγνητος ὁμογάστριος Il.24.47; ὁμογάστριος Ἕκτορος 21.95; ἀδελφή BGU405.5 (iv A. D.); νύμφαι Man.6.118; μίασμα Hld.7.5.
German (Pape)
[Seite 333] aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du même sein.
Étymologie: ὁμός, γαστήρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμογάστριος: единоутробный (κασίγνητος Hom.): ὁ. Ἓκτορος Hom. единоутробный брат Гектора.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογάστριος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς γαστρός, ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, ὁμομήτριος, κασίγνητος ὁμ. Ἰλ. Ω. 47· ὁμ. Ἔκτορος Φ. 95· πρβλ. ὁγάστριος.
English (Autenrieth)
(γαστήρ): κασίγνητος, own brother, by the same mother. (Il.)
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμογάστριος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο-γάστριος].
Greek Monotonic
ὁμογάστριος: -ον (γαστήρ), αυτός που βγήκε από την ίδια κοιλιά, που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὁμο-γάστριος, ον, γαστήρ
from the same womb, born of the same mother, Il.